Η σειρά «PIXELS@humanities» συγκεντρώνει σε ετήσιους τόμους τα ερευνητικά αποτελέσματα των μελετών που εκπονούνται με χρηματοδότηση του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ). Η σειρά επιδιώκει να κοινοποιήσει τα ευρήματα στην επιστημονική κοινότητα και να τα επικοινωνήσει στο γενικό κοινό, ώστε να τροφοδοτήσει τη δημόσια συζήτηση επί σημαντικών ζητημάτων, να ενθαρρύνει περαιτέρω την έρευνα και τις συνεργασίες μεταξύ ερευνητών σε αυτόν τον χώρο. Υιοθετώντας μια διεπιστημονική προσέγγιση, οι μελέτες αναπτύσσουν νέους τρόπους αντίληψης και προάγουν καινοτόμες ερευνητικές θέσεις και θεωρητικές αναζητήσεις μέσα από τον σύγχρονο αναστοχασμό για παλαιότερα ερωτήματα (που θεωρείται ότι έχουν απαντηθεί) ή την ανάδειξη νέων πεδίων αιχµής, που προκύπτουν στο σύγχρονο πλαίσιο των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Η σειρά αποσκοπεί να αναδείξει το μεγάλο εύρος των προβληματικών που διερευνούνται, τον πολυσχιδή χαρακτήρα των ζητημάτων που μελετώνται και να συμβάλει στην ενίσχυση του κύρους των ανθρωπιστικών επιστημών προβάλλοντας τη σημασία τους.
Ο παρών τόμος περιλαμβάνει τα ερευνητικά αποτελέσματα επτά (7) μελετών που διεξήχθησαν κατά το έτος 2018. Τέσσερις από τις παρούσες εκθέσεις ανήκουν στην κατηγορία «Μελέτη του παρελθόντος» και τρεις στην κατηγορία «Πολιτισμός και πολιτισμική παραγωγή». Στο πλαίσιο της πρώτης κατηγορίας, ο Κωστής Γκοτσίνας στη μελέτη του «Ένα τελευταίο ποτήρι; Αλκοόλ και αντιαλκοολισμός στην Ελλάδα (1870-1940)» διερευνά την παραγωγή και κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν εναντίον του αλκοόλ κατά την περίοδο 1870-1940. Προσεγγίζοντας το ζήτημα μέσα από ένα πολύπλευρο δίκτυο σχέσεων στα πεδία της δημόσιας πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνικής συμπεριφοράς και του πολιτισμού, το ιστορικό πλαίσιο αναφοράς που μελετάται διευρύνεται και το αλκοόλ παρουσιάζεται όχι απλώς ως προϊόν που κυκλοφορεί στη διατροφική αγορά, αλλά ως σύνθετο ζήτημα που καθορίζεται από παράγοντες όπως η φορολογία, η ιδιωτική επιχειρηματικότητα, η φαρμακοποιία και οι πολιτικές πρακτικές, τους οποίους με τη σειρά του επηρεάζει, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει τρόπους ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης. Κατόπιν, η εξέταση των πολλαπλών διαφοροποιήσεων στις αντιλήψεις απέναντι στην κατανάλωση εκδιπλώνει πρόσθετες πτυχές του σύνθετου αυτού ζητήματος, καθώς αναδεικνύει τις ιατρικές, ηθικές και κοινωνικές διαστάσεις του αλκοολισμού, διαστάσεις που υπογραμμίζουν την ευάλωτη σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού. Ο Κ. Γκοτσίνας μετατρέπει τη μελέτη μιας καταναλωτικής συνήθειας σε μελέτη της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας.
Με παραπλήσιο τρόπο κινείται η Δανάη Καρυδάκη στο «Το νησί των απόκληρων: Η ιστορία του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Λέρου (1957-1995)». Η μικροϊστορική μελέτη του συγκεκριμένου νοσοκομείου συμβάλλει στη γενική μεταπολεμική κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ελληνική ιστορία και καλύπτει ένα άγνωστο κεφάλαιο στη συγκριτική ευρωπαϊκή ψυχιατρική. Αναδιφώντας σε ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό, η ερευνήτρια περιγράφει τις ελλιπείς συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης και τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που καθόρισαν τη λειτουργία του νοσοκομείου, αλλά και τον στιγματισμό της ψυχικής νόσου και κάθε παραβατικής συμπεριφοράς. Η έρευνα υπογραμμίζει την κομβικής σημασίας παρέμβαση της ομάδας νεαρών γιατρών Λέρου που, σε αντίθεση με το ιατρικό κατεστημένο, το 1981 δημοσιοποίησε στην Ελλάδα και διεθνώς την αποτρόπαια εικόνα του ιδρύματος, με αποτέλεσμα την εκκίνηση της διαδικασίας αποασυλοποίησης και αποϊδρυματισμού. Έτσι, ένα ψυχιατρείο μεταφέρεται από το περιθώριο στην κεντρική σκηνή και συμβάλλει στη μεταρρύθμιση της ελληνικής ψυχιατρικής, αλλά και στην ανάδειξη νέων πτυχών στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Ένα ελάχιστα συζητημένο ιστορικό γεγονός φέρνει και ο Αλέξανδρος Λάμπρου στη μελέτη του για την κρατική διαχείριση των προσφυγικών ροών από την Ελλάδα και τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (1941-1944). Αξιοποιώντας αρχειακό υλικό της Ελλάδας, αλλά και της Τουρκίας, που σπάνια έχει μελετηθεί, ο ερευνητής χαρτογραφεί το φαινόμενο συστηματικά με βάση πραγματολογικά στοιχεία και αναλύει τους παράγοντες που διαμορφώνουν την κρατική διαχείριση των προσφύγων: το θρήσκευμα, την εθνοτική ταυτότητα, το οικονομικό κόστος, τις ιδεολογικές, οικονομικές και στρατιωτικές συνθήκες των εμπλεκόμενων κρατών, αλλά και την εκμετάλλευση των προσφύγων ως διαπραγματευτικού μέσου για την επίτευξη ιδίου οφέλους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία δεχόταν, απέτρεπε ή επαναπροωθούσε πρόσφυγες ανάλογα με τις περιστάσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορετική μεταχείριση των μουσουλμάνων της Θράκης από εκείνους των Δωδεκανήσων η οποία εντάσσεται στις γενικότερες παρεμβατικές πολιτικές και στα σχέδια της Τουρκίας σε σχέση με την Ελλάδα. Όπως συμβαίνει κατά κανόνα, κάθε πληθυσμιακή μετακίνηση σε καιρό πολέμου από ανθρωπιστικό πρόβλημα γίνεται πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα.
Ως πολιτισμική πρακτική αντιλαμβάνεται η Κωνσταντίνα Κάλφα την αρχιτεκτονική στο κείμενό της «Προς μια εναλλακτική ιστοριογραφία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής (1945-1967». Αντλώντας από το έργο θεωρητικών που συσχετίζουν τον σχεδιασμό του χώρου με την άσκηση εξουσίας και τις αναπτυξιακές πολιτικές στο τοπικό και διεθνές επίπεδο, καταδεικνύει το σύνθετο κοινωνικό, πολιτικό, θεσμικό και οικονομικό πλέγμα που ενίσχυσε το καθεστώς της αντιπαροχής ευνοώντας το ιδιωτικό κεφάλαιο, τους συντελεστές δόμησης και την αμερικανική πολιτική βοήθειας στη στέγαση. Η ενδελεχής εξέταση του ρόλου των αμερικανών συμβούλων μέσα από τη μελέτη αρχείων στις ΗΠΑ, προβάλλει τη σημασία που είχε η αμερικανική φιλοσοφία της «αυτοστέγασης», η οποία προώθησε μοντέλα οικοδόμησης που ενίσχυαν την επικράτηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και την καλλιέργεια του ήθους της ατομικής προσπάθειας για βελτίωση (self-effort) και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αποβλέποντας στην οριστική εξάλειψη της κρατικής παρεμβατικότητας και στην ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου με την απρόσκοπτη ένταξη της Ελλάδας στον παγκόσμιο μεταπολεμικό καπιταλισμό. Έτσι, η έρευνα καταδεικνύει ότι το ιδανικό της ιδιόκτητης στέγης, που είναι άρρηκτα δεμένο με την ελληνική ταυτότητα και οικονομία, είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των επιθυμιών και των συνηθειών της ελληνικής οικογένειας, αλλά και της διεθνούς συγκυρίας, συγκεκριμένα των αμερικανικών πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων.
Στο πλαίσιο της ενότητας «Πολιτισμός και Πολιτισμική παραγωγή», η ερευνητική ομάδα στην οποία συμμετείχαν η Δέσποινα Καταπότη, η Ιουλία Σκουνάκη και η Γεωργία Γκουμοπούλου διερευνά τη δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα νέο δυνητικό μοντέλο «ανοικτής» διαχείρισης αρχαιολογικού χώρου, ως εναλλακτική στο «κλειστό» μοντέλο, χρησιμοποιώντας ως παραδειγματικό πεδίο επιτόπιας έρευνας την Ακαδημία Πλάτωνος και τον Λόφο Φιλοπάππου. Η ομάδα καταδεικνύει πως το λειτουργικό και ανθεκτικό, αλλά συγκεντρωτικό, κλειστό μοντέλο χρειάζεται να αναμορφωθεί ώστε να δημιουργηθούν δίαυλοι επικοινωνίας με το κοινό και να αναπτυχθούν νέες αναγνώσεις της κληρονομιάς, τις οποίες μέχρι τώρα αποτρέπει το «αυστηρό» κλειστό μοντέλο, αφού το χωρικά οριοθετημένο μνημείο προϋποθέτει την εννόηση του παρελθόντος ως κάτι οριστικά τετελεσμένου. Με δεδομένο ότι η ανοικτότητα είναι πολλαπλής σημασίας και απαιτεί την εμπλοκή πολλών φορέων που θα ορίσουν την ταυτότητα του χώρου, τις διαδικασίες που ακολουθούνται και την κατανομή ευθυνών, η εναλλακτική διαχείριση απαιτεί την εκτίμηση μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας και τη στάθμιση ετερογενών παραγόντων. Η έρευνα περιγράφει και σχολιάζει τη διαδικασία εκδημοκρατισμού που θα κατοχυρώνει τη διάσωση και τη φροντίδα του μνημείου, τη διάδραση με ευρύτερες κοινωνικές ομάδες και τον πλουραλισμό των νοημάτων και της σημασίας του στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας των ελληνικών πόλεων.
Στον χώρο της ιστορίας των ιδεών του νέου ελληνισμού μάς μεταφέρει ο Κωνσταντίνος Ηροδότου, του οποίου η έρευνα «Αδαμάντιος Κοραής — Προς μια διανοητική βιογραφία: Το ιατρικό του έργο» εμπλουτίζει τις κοραϊκές σπουδές, αφού διερευνά το ελάχιστα φωτισμένο ιατρικό έργο του γνωστού φιλολόγου και διαφωτιστή, αξιοποιώντας νέο αρχειακό υλικό, όπως οι δύο ιατρικές του διατριβές, η Pyretologiae Synopsis και η Medicus Hippocraticus. Ακολουθώντας τον Κοραή στις ευρωπαϊκές του μετακινήσεις και εξετάζοντας τις σχέσεις του με κινήματα και οργανώσεις, ο μελετητής εντάσσει το ιατρικό έργο στη φουκωική προοπτική της βιοπολιτικής και καταδεικνύει ότι ο συγγραφέας του, ως γνώστης της αρχαίας ελληνικής, στήριξε το γαλλικό ενδιαφέρον για το έργο του Ιπποκράτη και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάγνωσή του ως αφετηρίας για την καθιέρωση της ιατρικής ως επιστήμης με κοινωνική διάσταση. Ο Ηροδότου αξιοποιεί την περίπτωση του Κοραή για να διερευνήσει τις διεπιστημονικές σχέσεις της ιατρικής και της φιλολογίας την εποχή του Διαφωτισμού και τη σχέση της ιδεολογικοποίησης του βιταλισμού του Μονπελιέ με τις ουτοπικές παραδόσεις του 18ου αιώνα, όπου η πολιτική γίνεται το επίκεντρο της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, στον πυρήνα του οποίου τίθενται ιατρικά ερωτήματα.
Στη μελέτη «Η αναγκαιότητα του “χρήσιμου ψεύδους” στην πλατωνική Πολιτεία», η Ελένη Κακλαμάνου αναπτύσσει έναν γόνιμο προβληματισμό σχετικά με την πλατωνική διάκριση ανάμεσα σε «ψεύδη στην ψυχή» και «ψεύδη στα λόγια». Διερευνά το «χρήσιμο ψεύδος» τόσο ως ηθική και γνωσιολογική κατηγορία, όσο και ως κατηγορία της πολιτικής και της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η ανάλυση της ανταγωνιστικής σχέσης του αυτόνομου καθεστώτος της αλήθειας με τον πολιτικό λόγο που επιθυμεί τη διατήρηση της δικής του ανεξαρτησίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα την επινόηση συνθηκών νομιμοποίησης του ψεύδους. Η χρηστική αξία του ψεύδους είναι αυτή που προβάλλεται και αναδιαμορφώνει την αρχαιοελληνική ηθική, καθώς επιβάλλει την αποδοχή του, η οποία όμως εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες, την άσκηση εξουσίας και τα προσδοκώμενα συλλογικά οφέλη. Όμως, όπως υπογραμμίζεται, η άνιση γνωσιακή σχέση μεταξύ άρχοντα και αρχόμενου στο δικαίωμα στο ψεύδος πλήττει την ιδανική πλατωνική πολιτεία και προκαλεί ερωτήματα τόσο ως προς τη φύση της αλήθειας αυτής καθεαυτής, όσο και ως προς τη σχέση της με την πολιτική.
Ο τόμος αυτός συγκεντρώνει μελέτες ετερογενών αντικειμένων που καλύπτουν μια ευρεία κλίμακα πεδίων από τον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Επιλέγοντας τον κατάλληλο συνδυασμό μεθοδολογικών εργαλείων και συσχετίζοντας ποικίλα πεδία αναφοράς, οι μελετητές και οι μελετήτριες ιστορικοποιούν κοινωνικά προβλήματα και πολιτισμικές πρακτικές, θέτουν υπό κρίση τη δημόσια διαχείριση ζητημάτων αιχμής και διερευνούν αξίες επανεξετάζοντας ένα σώμα γνώσης. Απώτερος σκοπός είναι η κριτική αναθεώρηση της παγιωμένης σκέψης, η προβληματικοποίηση καθιερωμένων εννοιών και η ανάπτυξη και εμπέδωση νέας πολυπρισματικής γνώσης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο
![]() |
| Ψηφιακή βιβλιοθήκη ΚΕΑΕ | PIXELS@humanities 2018 |