Logo1
Logo2
X
EN / ΕΛ
εκδόσεις  |  συγγραφείς  |  ετοιμάζονται  |  επικοινωνία

περιεχόμενα
X-DOWN
PIXELS@humanities / Αποτελέσματα ερευνών 2018
Δέσποινα Καταπότη, Ιουλία Σκουνάκη, Γεωργία Γκουμοπούλου Ο ανοικτός αρχαιολογικός χώρος

περιεχόμενα έκδοσης | ενότητες | βιβλιογραφική αναφορά | PDF | copy link

AA
colors

ΣΥΝΟΨΗ

Εκκινώντας από μια καταρχήν περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του κυρίαρχου μοντέλου διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων, το οποίο συμβατικά ονομάζεται «κλειστό», η έρευνα έχει ως στόχο αφενός να καταδείξει την ύπαρξη εξαιρέσεων στον κανόνα και αφετέρου να ανιχνεύσει τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις εφαρμογής ενός διαφορετικού μοντέλου διαχείρισης των χώρων αυτών στο ελληνικό αστικό περιβάλλον, ενός μοντέλου που χαρακτηρίζεται ως «ανοιχτό». Ως πεδίο έρευνας ορίζεται η πόλη της Αθήνας και εξετάζονται ειδικότερα, ως μελέτες περίπτωσης, δύο ιδιάζοντες αρχαιολογικοί χώροι, η Ακαδημία Πλάτωνος και ο Λόφος Φιλοπάππου, οι οποίοι λειτουργούν ταυτόχρονα ως προστατευόμενοι τόποι προβολής της αρχαιολογικής κληρονομιάς και ως χώροι πρασίνου, περιπάτου και αναψυχής με ελεύθερη πρόσβαση. Ο «υβριδικός» χαρακτήρας των χώρων τούς καθιστά παραδειγματικές εξαιρέσεις στον κανόνα και υπαγορεύει καταρχάς την αναγνώριση ότι υπάρχει ένα μοντέλο διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων διακριτό από το ηγεμονικό, και στη συνέχεια τη διερεύνηση της εννοιολογικής οριοθέτησής του, της ιστορικής διαδρομής και της λειτουργίας του, με στόχο τη συγκρότηση ενός θεωρητικού πλαισίου για την κατανόηση, την αξιολόγηση και την περαιτέρω εφαρμογή του.

Η έρευνα συνιστά πρωτότυπη και καινοτόμο εργασία, καθώς συμβάλλει στην κάλυψη ενός σημαντικού κενού της διεθνούς και της εγχώριας βιβλιογραφίας ως προς την αποσαφήνιση της έννοιας της «ανοικτότητας», αλλά και ως προς τη χαρτογράφηση των τρόπων διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα, καθώς και στη συστηματοποίηση και την ανάλυση των ιστορικών, αξιακών, χωρικών και διαχειριστικών παραμέτρων που υποδεικνύουν την ταυτότητα, τη μορφή και τις κοινωνικές λειτουργίες των χώρων αυτών. Με δεδομένο τον μεγάλο και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των αρχαιολογικών χώρων στη χώρα μας, το εν λόγω ερευνητικό εγχείρημα προκύπτει ως ανάγκη να διευρυνθούν ο προβληματισμός και οι επιλογές ως προς τις πρακτικές διαχείρισης και ανάδειξής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που θέτει η σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα των ελληνικών πόλεων, καθώς και τα πληθυντικά οράματα και συμφέροντα των διάφορων υποκειμένων που εμπλέκονται στην παραγωγή, τον σχεδιασμό και τη χρήση των μνημειακών χώρων.

Μεθοδολογικά, η έρευνα εφαρμόζει τη μουσειολογική και πολεοδομική διεπιστημονική προσέγγιση προκειμένου να αναδειχτούν και να αναλυθούν επαρκώς τόσο η διάσταση της σχέσης με το «έξω», δηλαδή των αρχαιολογικών χώρων με το ευρύτερο αστικό περιβάλλον τους, όσο και εκείνη της λειτουργίας «εντός», δηλαδή σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο άνθρωποι και μνημεία συνδιαλέγονται μέσα σε ένα οριοθετημένο σύστημα και σε αναφορά με τους χωρικούς και νοηματικούς τρόπους «ανάγνωσης»/αφήγησης των μνημείων που έχει θέσει σε κάθε περίπτωση ο μουσειολογικός σχεδιασμός. Μέσα ακριβώς από την ανάγνωση ενός πλαισίου δυνατοτήτων λειτουργίας και διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων εντός του αστικού ιστού με όρους «ανοικτότητας» και διαλόγου με το χωρικό και το κοινωνικό περιβάλλον τους, η έρευνα επιχειρεί εντέλει να εκβάλει σε συμπεράσματα σχετικά με την ένταξη των χώρων στην καθημερινή ζωή της σύγχρονης πόλης και να συμβάλει στην ανανέωση εννοιών και αρχών όπως η «απόλυτη προστασία» (των μνημείων), η «βιωσιμότητα», η «συμμετοχικότητα», αλλά και ευρύτερα, στην ανανέωση αυτής καθαυτής της σημασίας που έχουν οι αρχαιολογικοί και μνημειακοί τόποι για τη συγκρότηση της ιστορικής γνώσης και της συνείδησης, καθώς και για την ποιοτική αναβάθμιση της αστικής καθημερινότητας.


Ο ανοικτός αρχαιολογικός χώρος
ως εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης
σε αστικό περιβάλλον:
το Αρχαιολογικό Άλσος
της Ακαδημίας Πλάτωνος
και ο Λόφος Φιλοπάππου

Δέσποινα Καταπότη, Ιουλία Σκουνάκη, Γεωργία Γκουμοπούλου

 
 

Το κλειστό μοντέλο

1
 

Τ ο κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα προβλέπει ότι η προστασία και η ανάδειξη των μνημείων γίνεται εντός ενός σαφώς οριοθετημένου, περιφραγμένου και φυλασσόμενου χώρου, στον οποίο το κοινό έχει πρόσβαση υπό ορισμένες προϋποθέσεις και για χρήσεις που ορίζονται από μια δημόσια αρχή.1 Ας το ονομάσουμε «κλειστό μοντέλο».

2
 

Ο οπτικός επιτονισμός και ταυτόχρονα η απομόνωση των μνημείων και η αποσύνδεσή τους από δραστηριότητες του καθημερινού βίου είναι πρακτικές που μεταφέρουν και εγγράφουν στον χώρο μια έως πρόσφατα κυρίαρχη, νεωτερική αντίληψη για το παρελθόν ως «τετελεσμένο», ως μια χρονική οντότητα το πέρας της οποίας καταδεικνύεται και μέσα από την οριοθέτησή της στον φυσικό χώρο.2 Από τον δέκατο ένατο αιώνα, οι μεγάλοι αρχαιολογικοί χώροι της Μεσογείου αναγνωρίζονται ως αποκλειστικά πεδία έρευνας και παραγωγής επιστημονικού λόγου και, βέβαια, ως χώροι αναπαραστάσεων που εικονοποιούν και τεκμηριώνουν εθνικά και αποικιοκρατικά αφηγήματα.3 Σύμφωνα με το κυρίαρχο νεωτερικό παράδειγμα, ο αρχαιολογικός χώρος καθίσταται μια προστατευόμενη περιοχή ελεγχόμενης πρόσβασης,4 με το κράτος και την επιστημονική κοινότητα να αναλαμβάνουν –και θεσμικά– τον κύριο ρόλο ως προς τη διάσωση των αρχαιοτήτων ως υλικών τεκμηρίων του παρελθόντος, αλλά και ως προς τον καθορισμό της ερμηνείας, των νοημάτων και των άυλων αξιών τους.5

3
 

Έτσι, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως σήμερα υφίσταται ένα ιδιαίτερα συγκεντρωτικό σύστημα στη διαχείριση των μνημείων, με την Αρχαιολογική Υπηρεσία να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σχετικά με τους τρόπους χρήσης και ανάδειξης των αρχαιολογικών πόρων.6 Το αποτέλεσμα είναι να καλλιεργείται κλίμα καχυποψίας και συνωμοσιολογίας μεταξύ της αρχαιολογικής κοινότητας και των τοπικών ή των άλλων ενδιαφερόμενων κοινοτήτων, ομάδων και ατόμων (stakeholders), ενώ τροφοδοτείται μια γνώριμη για τα ελληνικά δεδομένα κατάσταση, όπου το κράτος –η Αρχαιολογική Υπηρεσία εν προκειμένω– είναι ταυτόχρονα εχθρός, αλλά και μοναδικός υπεύθυνος για καθετί που γίνεται ή δεν γίνεται. Με άλλα λόγια, επικρατεί μια σχιζοειδής συνθήκη, όπου τη μια στιγμή η Αρχαιολογική Υπηρεσία καταγγέλλεται ως γραφειοκρατική, αντιαναπτυξιακή, συγκεντρωτική, μεροληπτική ή εθνοκεντρική, ενώ την άλλη καλείται να προστατεύσει τους ευάλωτους, μη ανανεώσιμους και «ιερούς» αρχαιολογικούς πόρους από την αρχαιοκαπηλία, τον βανδαλισμό, την κακή ή την υπερβολική χρήση.7 Από μια άλλη οπτική, στο κλειστό μοντέλο ασκείται η κριτική ότι ενεργοποιεί την οικονομική αξία των αρχαιολογικών πόρων μετατρέποντάς τους σε τουριστικό προϊόν,8 ενώ την ίδια στιγμή οι τοπικές κοινότητες υποστηρίζουν και προωθούν αυτή την πολιτική αναγνωρίζοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές που ανοίγει για τον τόπο τους.9

4
 

Η γενική εικόνα που δημιουργείται από μια κατάσταση και μια συζήτηση με μεγάλη έκταση και πολλές κατευθύνσεις είναι ότι το κλειστό μοντέλο, αφενός, φέρει το στίγμα ενός συγκεντρωτικού εργαλείου άσκησης διαχειριστικής πολιτικής και, αφετέρου, αποδεικνύεται ανθεκτικό και λειτουργικό, καθώς παράγει αξίες που κεφαλαιοποιούνται σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

 
 

Η έννοια της ανοικτότητας

5
 

Η «ανοικτότητα» εμφανίζεται ως ιδέα και έννοια στα περισσότερα πεδία των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών, καθώς και των επιστημών του χώρου. Είναι μια μετανεωτερική αρχή που θεωρητικά έρχεται να θεραπεύσει ασύμμετρες σχέσεις (μεταξύ υποκειμένων, αλλά επίσης μεταξύ υποκειμένων και αντικειμένων) οι οποίες διαμορφώνονται σε έναν χώρο· στην περίπτωση αυτή, ως «χώρος» νοείται οποιαδήποτε θεματική περιοχή ή πεδίο προσδιορίζεται ή γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο (open space, open text, open archive, open file, open art, «open schools for open societies», open museums κ.ά.).10

6
 

Στο πεδίο της διαχείρισης της αρχαιολογικής κληρονομιάς, που εξετάζεται εδώ, η ανοικτότητα καθίσταται σταδιακά κοινός παρονομαστής πολλών και διαφορετικών πρακτικών και ενεργειών, ένας όρος «ομπρέλα» που χρησιμοποιείται ευρέως με ποικίλα νοήματα.11

7
 

Το αίτημα να «ανοίξουν τα μνημεία στην κοινωνία» διατυπώνεται διεθνώς ήδη από τη δεκαετία του 1980. Από τη σκοπιά της λεγόμενης «δημόσιας αρχαιολογίας», αναζητούνται νέοι τρόποι επικοινωνίας με το κοινό και διάχυσης της αρχαιολογικής και της ιστορικής γνώσης στους πολίτες.12 Η πολυφωνία καθίσταται ζητούμενο μεγάλης μερίδας ερευνητών και επαγγελματιών του πεδίου της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπου το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τα υλικά αντικείμενα στα υποκείμενα πρόσληψης. Δεν αρκεί πλέον να είναι τα μνημεία δημόσια, δηλαδή να εξασφαλίζει το κράτος ότι θα είναι προσβάσιμα στο κοινό και στους πολίτες του, με ελεγχόμενη ή μη ελεγχόμενη πρόσβαση. Απαιτείται επίσης να αναγνωριστεί η ανοικτότητα ως προς τα νοήματα και τη σημασία τους, και να εκδημοκρατιστούν τα συστήματα διαχείρισης των μνημείων, άλλοτε επιλέγοντας τη διαμεσολαβημένη ενσωμάτωση των σημασιών ή των αξιών που προσδίδουν σε αυτά οι διαφορετικοί ενδιαφερόμενοι, σύμφωνα με το «αξιοκεντρικό μοντέλο διαχείρισης», και άλλοτε εξασφαλίζοντας την άμεση συμμετοχή των μη ειδικών, της κοινωνίας των πολιτών ή των τοπικών κοινοτήτων στα πεδία του σχεδιασμού, των αποφάσεων και της διαχείρισης.13 Όλα αυτά στη θεωρία και στον επίσημο, διεθνή θεσμικό λόγο.14 Στην πράξη, σε κρατικό και σε τοπικό επίπεδο, η ανταπόκριση κάθε κοινωνίας και των θεσμών διακυβέρνησης στις παραπάνω κατευθύνσεις υπήρξε συγχρονικά και διαχρονικά διαφορετική.

8
 

Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφεται πλήθος πρωτοβουλιών που πήραν τόσο οι κρατικές αρμόδιες υπηρεσίες όσο και ιδιωτικοί πολιτιστικοί φορείς ή ανεξάρτητες ομάδες πολιτών και ερευνητών, ανταποκρινόμενοι θετικά στην ιδέα του ανοίγματος των χώρων και των μνημείων στην κοινωνία: κεντρικά σχεδιασμένες προτάσεις εναλλακτικής χρήσης των («κλειστών» ως επί το πλείστον) αρχαιολογικών χώρων, οι οποίοι καθίστανται σκηνικό δράσεων πολιτιστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου (π.χ. μουσικές συναυλίες, καλλιτεχνικές δράσεις), ενέργειες για την επανάχρηση μνημείων, όπως τα αρχαία θέατρα, προσκλήσεις για εθελοντική συμμετοχή σε ανασκαφικά προγράμματα, προσφορές πακέτων περιηγητικού και αρχαιολογικού τουρισμού. Υπό την ίδια οπτική μπορεί να εξεταστούν η ανάπτυξη πολυάριθμων ψηφιακών εφαρμογών (π.χ. πηγές ανοικτής πρόσβασης, αναπαραστάσεις και περιηγήσεις εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας, προβολή των μουσείων στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), αλλά και τα «αρχαιολογικά πάρκα», τα οικομουσεία, τα προγράμματα ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων, εφόσον εντάσσουν τόπους και μνημεία σε ευρύτερα χωρικά, τοπιακά και νοηματικά σύνολα, συνδέοντάς τα με την καθημερινότητα της πόλης και της υπαίθρου.15

9
 

Είναι ενδιαφέρον ότι οι σχετικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται τόσο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που θέλει να κινηθεί πέρα από το κλειστό modus operandi –αλλά με όρους που θέτουν οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι (π.χ. τα μνημεία και οι χώροι ανοίγουν σε συγκεκριμένη ώρα, ημερομηνία και για συγκεκριμένες δραστηριότητες)–, όσο και από τον αστικό πληθυσμό ή από συγκεκριμένες ομάδες, που μέσα από κινηματικές δράσεις διεκδικούν τη διεύρυνση των χώρων αναψυχής και εκπαίδευσης στην πόλη. Πολύ συχνά τέτοιες προσπάθειες αποβλέπουν στη δημιουργία τουριστικής υπεραξίας ή εντάσσονται στον παραγωγικό κύκλο των «βιομηχανιών της πληροφορίας και της εκπαίδευσης» που βασίζονται στην προσέλκυση μικρότερων ηλικιακών ομάδων και χρηματοδότησης ή στην επαγγελματική κατοχύρωση και την ακαδημαϊκή προβολή.

10
 

Κοινό σημείο πολλών πρόσφατων ερευνών και αναλύσεων αποτελεί η διαπίστωση ότι το φαινόμενο της αφθονίας σε κατηγορίες, είδη, σημασίες και απόψεις στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν ερμηνεύεται μονοσήμαντα ως κοινωνική διάχυση ενός θεωρητικού προβληματισμού που προβάλλει τις αρχές της ανοικτότητας και του δημοκρατικού πλουραλισμού.16 Ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι οι αρχές αυτές υιοθετούνται και ανατροφοδοτούνται από διαμετρικά αντίθετες ιδεολογικές ατζέντες: από νεοφιλελεύθερες στρατηγικές προώθησης νέων προϊόντων έως και μικρής κλίμακας δράσεις πολιτικοποιημένων ομάδων που αντιτίθενται στην εμπορευματοποίηση, τον κοινωνικό αποκλεισμό ή τον θεσμικό ολοκληρωτισμό.17 Ήδη από τη δεκαετία του 1980, ο Φρέντρικ Τζέιμσον είχε διαγνώσει την «πλουραλιστική» λογική του ύστερου καπιταλισμού και πώς αυτή ενισχύει τον κοινωνικό κατακερματισμό, καλλιεργεί την ατομικότητα, ρευστοποιεί και ανασυνθέτει κατηγορίες και περιοχές (του χώρου, του χρόνου, του κοινωνικού, του πολιτικού κ.ά.), επανεπινοώντας διαρκώς νέα προϊόντα για νέες ταυτότητες και νέες υποκειμενικότητες.18 Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η διαρκής ανανέωση του παρελθόντος και του μνημειακού αποθέματος, το οποίο παράγεται, ελέγχεται, αξιολογείται και αξιοποιείται από πολλές θέσεις και με πολλές διαφορετικές προθέσεις εντός του φυσικού και του ψηφιακού χώρου (από ειδικούς, ιδρύματα, επιχειρήσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τοπικές κοινότητες, επισκέπτες κ.ο.κ.).19 Εν κατακλείδι, η πολυφωνία και η διάρρηξη των ορίων οδηγούν ταυτόχρονα τόσο στον εκδημοκρατισμό όσο και στην εμπορευματοποίηση του παρελθόντος.20

 
 

Μελέτες περίπτωσης: το Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος και ο Λόφος Φιλοπάππου

11
 

Το πλουραλιστικό τοπίο των δράσεων, που περιγράφηκε παραπάνω, ορίζει ασφαλώς ένα νέο ευρύχωρο πλαίσιο επικοινωνίας των αρχαιολογικών μνημείων και χώρων με το κοινό, παρότι παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό επερωτά το ηγεμονικό κλειστό μοντέλο διαχείρισης. Σε ερευνητικό επίπεδο, η ανοικτότητα παραμένει μια έννοια εξαιρετικά αόριστη, η οποία σπάνια αναλύεται, οριοθετείται ή παραμετροποιείται.

12
 

Η έρευνα εστίασε στη σχέση ανοικτότητας και αρχαιολογικού χώρου. Για τι είδους ανοικτότητα ή ανοικτότητες μιλάμε στην περίπτωση των αρχαιολογικών χώρων; Σε τι αναφέρεται η «πρόσβαση», ποιες μορφές ή διαβαθμίσεις έχει και, βέβαια, τι συνεπάγεται για τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των χώρων;

13
 

Η κατηγορία του «αρχαιολογικού χώρου» δεν επιλέχθηκε τυχαία, αλλά με την πρόθεση να καλυφθεί ένα σημαντικό ερευνητικό κενό όσον αφορά τους τρόπους διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα, τους παράγοντες που καθορίζουν τη μορφή τους, τις πολλαπλές κοινωνικές λειτουργίες τους. Επακόλουθο των ελλιπών ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων είναι μεταξύ άλλων η αισθητή απουσία κριτηρίων αξιολόγησης για τους τρόπους διαχείρισης αυτών των ιδιότυπων πολιτιστικών χώρων και, κατ’ επέκταση, η απουσία συνεκτικών και τεκμηριωμένων προτάσεων για την παγίωση επιμέρους πρακτικών ή την αναμόρφωση, εν μέρει ή εξολοκλήρου, των διαχειριστικών μοντέλων τους. Ως πεδίο ενδιαφέροντος ορίστηκε η πόλη της Αθήνας και, ειδικότερα, ως μελέτες περίπτωσης επιλέχθηκαν το Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος και ο Λόφος Φιλοπάππου.

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-01.JPG
1: Εντοπισμός των δύο μελετών περίπτωσης στα όρια του Δήμου Αθηναίων. (Πηγή υποβάθρου: Google Earth Pro).
14
 

Στο πλαίσιο της έρευνας συγκεντρώσαμε και εξετάσαμε πρωτογενές αρχειακό και δευτερογενές βιβλιογραφικό υλικό που τεκμηριώνει τα σχεδιαστικά οράματα και τους ιστορικούς μετασχηματισμούς των δύο χώρων (νόμοι και αποφάσεις των φορέων διαχείρισης, μελέτες σχεδιασμού και ένταξης σε ευρύτερα πολεοδομικά σχέδια, μελέτες για την ιστορία των ανασκαφών και την ερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων, κείμενα τοπικών συλλόγων, κριτικές αναλύσεις). Διενεργήσαμε ημιδομημένες συνεντεύξεις σε βάθος με πρόσωπα που ενεπλάκησαν στις διαδικασίες του σχεδιασμού και της διαμόρφωσης των επιλεγμένων χώρων, καθώς και με εργαζόμενους ή εκπροσώπους των φορέων διαχείρισης. Επίσης, προχωρήσαμε σε συστηματική επιτόπια παρατήρηση στους χώρους, λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες χρονικές και κοινωνικές μεταβλητές (ημέρα-νύχτα, καθημερινή/εργάσιμη-αργία, εξαιρετικές περιστάσεις, όπως η Καθαρά Δευτέρα για τον Λόφο Φιλοπάππου), με στόχο να ανιχνευθούν οι χρονικές και οι χωρικές πυκνώσεις των επισκέψεων και οι κατηγορίες των δραστηριοτήτων. Παράλληλα, καταγράψαμε επιμέρους χρήσεις και λειτουργίες, διαχειριστικές και μουσειολογικές παρεμβάσεις (μέσα προστασίας των αρχαιοτήτων, μέσα ερμηνείας-επικοινωνίας μνημείων και κοινού), τόσο εντός όσο και εκτός του αρχαιολογικού τους ορίου, καθώς και τους τρόπους συσχέτισης των δύο χώρων με την κοινωνική φυσιογνωμία των γειτονιών που τους περιβάλλουν. Η ερευνητική μας πρόθεση ήταν να διαπιστώσουμε τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον χωρικό σχεδιασμό και στα υποκείμενα της πρόσληψής του: πώς διαμορφώνονται οι χώροι «από τα πάνω» και πώς στη συνέχεια επαναπροσδιορίζονται «από τα κάτω».

15
 

Η έρευνα επιβεβαίωσε την υπόθεση εργασίας που περιγράφηκε εμπειρικά, δηλαδή ότι οι δύο μελέτες περίπτωσης αφορούν κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους που διαθέτουν όμως μία ακόμη, διακριτή χρήση, αυτή των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου – χρήση που κατοχυρώνεται εξάλλου και από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Το γεγονός αυτό τους καθιστά de facto παραδειγματικές εξαιρέσεις στον κανόνα του κλειστού μοντέλου. Εκτιμώντας ότι οι συγκεκριμένοι χώροι αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικό μοντέλο ανάδειξης και διαχείρισης, πιο ανοικτό, το οποίο αξιώνει τη συγκρότηση ενός θεωρητικού και μεθοδολογικού πλαισίου για την κατανόησή του, επιδιώξαμε να ερευνήσουμε συστηματικά πώς ακριβώς επιτελούνται από κοινού αυτές οι δύο λειτουργίες (του «αρχαιολογικού χώρου» και του «αστικού πάρκου»), υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατόν να συνυπάρξουν και ποιες συνέπειες έχουν όσον αφορά την πρόσληψη και τη διαχείριση του χώρου και των μνημείων.

16
 

Το Άλσος χωροθετείται στη συνοικία Ακαδημία Πλάτωνος, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συλλειτουργία ετερόκλητων χρήσεων γης και δραστηριοτήτων, από μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς την κτιριακή πυκνότητα και την ποιότητα του οικιστικού περιβάλλοντος, καθώς και από την ύπαρξη αρκετών αστικών κενών.21 Στα όριά του αναπτύσσονται βιοτεχνικές χρήσεις από το θεσμοθετημένο Βιοτεχνικό Πάρκο (με αξιόλογα δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής) και περιοχές κατοικίας με ιστορικές γειτονιές-φορείς αστικής μνήμης. Ο αρχαιολογικός χώρος, με το ειδικό του βάρος στην αθηναϊκή ιστορική αφήγηση, ως τόπος όπου κάποτε λειτούργησε η περίφημη φιλοσοφική Ακαδημία του Πλάτωνα, φέρει συμβολική αξία με υπερτοπικά χαρακτηριστικά, γεγονός που τονίζεται ήδη από το πρώτο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (Ν. 1515/1985), αλλά και από την ένταξή του στο πρόγραμμα Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων και Αναπλάσεων.

17
 

Το όραμα για τον αρχαιολογικό χώρο και την ευρύτερη περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός «Υπερτοπικού Πόλου Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων», της Ακαδημίας των Εθνών και της ίδρυσης του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πόλεως Αθηνών στα πλαίσια ολοκληρωμένων μητροπολιτικών παρεμβάσεων.22 Παρ’ όλα αυτά, το Άλσος αναφέρεται άμεσα στη γειτονιά και λειτουργεί κυρίως σε επίπεδο τοπικής κλίμακας. Σε αυτό έχουν συμβάλει η κακή σύνδεσή του με το δίκτυο των μέσων μαζικής μεταφοράς και με το κέντρο της Αθήνας, αλλά και η μη ολοκλήρωση του προαναφερθέντος κεντρικού οράματος, καθώς η διακοπή του προγράμματος ενοποίησης άφησε έξω από τον σχεδιασμό του την Ακαδημία Πλάτωνος και την κατασκευή του Μουσείου σε εκκρεμότητα.

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-02.JPG
2: Το Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος ως «μνημειακός χώρος» με περίκλειστες περιοχές, όπως η «Οικία του Ακαδήμου», και διάσπαρτα αρχαιολογικά μέλη από διάφορες ανασκαφές της Αθήνας.
 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-03.JPG
3: Το Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος ως «μνημειακός χώρος» με περίκλειστες περιοχές, όπως η «Οικία του Ακαδήμου», και διάσπαρτα αρχαιολογικά μέλη από διάφορες ανασκαφές της Αθήνας.
18
 

Οι ανασκαφές στον χώρο του Άλσους ξεκίνησαν το 1930 και συνεχίστηκαν έως το 1939, με πρωτοβουλία του αρχιτέκτονα Π. Ζ. Αριστόφρονα, ο οποίος οραματιζόταν την αναβίωση της Πλατωνικής Ακαδημίας και απαλλοτρίωσε με δικά του έξοδα μια έκταση τεράστια για την εποχή. Ένας δεύτερος κύκλος ερευνών διεξήχθη την περίοδο 1956-1961 με χρηματοδότηση της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Από εκείνες τις παλαιές ανασκαφές προέρχονται κτιριακά κατάλοιπα που εκτιμάται ότι ανήκουν σε αθηναϊκό γυμνασιακό συγκρότημα, το οποίο λειτουργούσε στο αρχαίο προάστιο της Ακαδημίας, ή και στην ίδια τη σχολή του Πλάτωνα («Παλαίστρα», «Τετράγωνο Περιστύλιο»), αλλά και ένα οίκισμα των προϊστορικών χρόνων που σχετίζεται με τη λατρεία του Ακάδημου, του μυθικού ήρωα και οικιστή της περιοχής («Οικία του Ακαδήμου»). Η αρχαιολογική έρευνα, η προστασία και η ανάδειξη των υφιστάμενων μνημείων συνεχίζονται με ευθύνη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών (πρώην Γ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων). Σχετικά πρόσφατα αποφασίστηκε για λόγους προστασίας από τις καιρικές συνθήκες η κατάχωση της λεγόμενης «Ιεράς Οικίας», ενός σημαντικού μνημείου των γεωμετρικών χρόνων (του όγδοου αιώνα π.Χ.). Η κάτοψή του δηλώνεται πλέον με νεότερα υλικά στην επιφάνεια του χώρου.23

19
 

Η πρώτη επίσημη θεσμοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου ανάγεται στο 1937 (Ν. 809/1937, ΦΕΚ 325Α/17-8-1937). Έκτοτε ο αρχαιολογικός χώρος διαρκώς συρρικνώνεται, ιδίως στα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς η οικιστική ανάγκη επανέρχεται επιτακτικά. Η δημιουργία και η χρήση του ως αστικού άλσους αποφασίστηκαν το 1979 (ΦΕΚ 720Δ/29-12-1979). Τη δεκαετία του 1990 η Αρχαιολογική Υπηρεσία επέβλεψε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατεδαφίσεων απαλλοτριωμένων κατοικιών, ενώ ο χώρος απέκτησε την πρωτότυπη επωνυμία «Αρχαιολογικό Άλσος» μόλις το 2000 (ΦΕΚ 393Β/24-3-2000).24 Η ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου αναδείχτηκε με την τοπιοτέχνηση και τη φύτευσή του από την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων, καθώς και με τη χωροθέτηση χρήσεων παιδικής χαράς, αθλητικών δραστηριοτήτων και άλλων κατασκευών υπαίθριας αναψυχής. Παράλληλα, για την ενδυνάμωση της μνημειακής ταυτότητας του χώρου, τοποθετήθηκαν εκεί ελεύθερα αρχαιολογικά μέλη από διάφορες ανασκαφές της Αθήνας, ενώ αναπτύχθηκε επίσης μια σειρά μουσειακών υποδομών με πληροφοριακό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα («Ψηφιακό Μουσείο» αφιερωμένο στον Πλάτωνα, κιόσκι και πινακίδες πληροφόρησης για τα μνημεία του χώρου). Παρά την εκτεταμένη περίφραξη, το Άλσος παραμένει ανοικτό διαρκώς, με πολλές πύλες εισόδου και εξόδου.

20
 

Σε άμεση αναφορά με το Αρχαιολογικό Άλσος αναπτύσσεται ένα «κοινωνικό εργαστήριο»: συλλογικότητες που συζητούν και διοργανώνουν παρεμβάσεις μέσα στον χώρο και στα όριά του, για πληθώρα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών θεμάτων. Παράλληλα, τόσο η ιδιαίτερα δραστήρια Επιτροπή Κατοίκων όσο και σχεδόν όλες οι άλλες τοπικές ομάδες παρεμβαίνουν δυναμικά στον δημόσιο διάλογο διεκδικώντας την επέκταση των ορίων του αρχαιολογικού χώρου,25 την προστασία της φυσιογνωμίας του πάρκου, την αναβάθμιση και τη σύνδεσή του με τον μνημειακό χώρο του Κεραμεικού. Στόχος και αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών αυτών, σε αλληλεξάρτηση ή μερικές φορές σε αντιπαράθεση με τους κεντρικούς σχεδιασμούς, είναι η οικειοποίηση και η ενδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα του χώρου, θεωρούμενου ως κοινού αγαθού.26 Γενικά, αν και δεν υφίσταται επίσημα κάποιο μοντέλο συνδιαχείρισης, αξίζει να αναφερθεί η καλή συνεργασία των υπεύθυνων της τοπικής Εφορείας με τις περισσότερες συλλογικότητες, οι οποίες συνεχίζουν να υλοποιούν εκδηλώσεις και δράσεις στους προσβάσιμους χώρους, συχνά χωρίς κάποια ειδική άδεια.

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-06.JPG
6: Υλικό από τις δράσεις των ομάδων πολιτών και συλλογικοτήτων της γειτονιάς στο Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος.
21
 

Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει την ενότητα τριών λόφων, των Μουσών, της Πνύκας και των Νυμφών, που αποτελούν τον βραχώδη σχηματισμό στα δυτικά της Ακρόπολης («Δυτικοί Λόφοι», ΦΕΚ 387Β/5-7-1983). Ωστόσο, η ονομασία «Λόφος Φιλοπάππου» επικράτησε λόγω της εξέχουσας θέσης και μορφής του ταφικού μνημείου του Γάιου Ιούλιου Αντιόχου Επιφανή Φιλόπαππου στον Λόφο των Μουσών, που το καθιστούν διακριτό τοπόσημο.

22
 

Σε αντιδιαστολή με το Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος, εδώ έχουμε ένα σύνολο αρχαιολογικών χώρων με μεγάλη συμβολική σημασία, ιδιαίτερη τοπιακή αξία και κυρίως με έντονη τουριστική προβολή. Το αρχαιολογικό τοπίο συνομιλεί και αλληλοσυμπληρώνεται με το φυσικό, αν και όχι ισότιμα σε όλες τις πλευρές του συμπλέγματος. Το κύριο ενδιαφέρον, τόσο από την πλευρά των χρηστών (τουριστών και περιπατητών) όσο και των φορέων διαχείρισης, εκδηλώνεται στην ανατολική πλευρά του Λόφου, η οποία οφείλει την ιδιαίτερη ταυτότητά της σε σημαίνουσες και κεντρικά προβεβλημένες αρχαιότητες, όπως η Πνύκα, αλλά και σε νεότερα μνημειακά έργα, όπως το Αστεροσκοπείο και το έργο του Δημήτρη Πικιώνη.27

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-07.JPG
 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-08.JPG
7, 8: «Σκύβω και πιάνω ένα λιθάρι. Το χαϊδεύω με το βλέμμα, με το χέρι. […] Χαίρουμαι τα ισοζυγιάσματα τούτα των εξοχών και των εσοχών. Τα ισορροπήματα του φωτός κα της σκιάς». Δημήτρης Πικιώνης, «Συναισθηματική τοπογραφία,» στο Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, επιμ. Αγνή Πικιώνη και Μιχάλης Παρούσης (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1999).
23
 

Η εικόνα και η εμπειρία από τη δυτική πλευρά του Λόφου διαφοροποιούνται σημαντικά: μοναδικό φυσικό περιβάλλον, άγριο για τα αστικά δεδομένα, και αρχαιολογικό τοπίο με ιδιαίτερη επικοινωνιακή δύναμη ως προς την αντίληψη των στοιχείων της αρχαίας αθηναϊκής τοπογραφίας – ιδίως της σύνδεσης της Αθήνας με τον Πειραιά μέσω της Διά Κοίλης Οδού. Παρά ταύτα, διάφοροι παράγοντες συνεργούν ώστε η πλευρά αυτή να είναι ήσυχη και απομονωμένη, σχεδόν ερημική, με ό,τι θετικό και αρνητικό μπορεί να αναγνωρίσει κανείς σε μια τέτοια συνθήκη εντός του αστικού περιβάλλοντος.28

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-09.JPG
9: Ανατολικό τμήμα, Πνύκα: χώρος συνάθροισης για τουρίστες, κατοίκους αλλά και νέους της πόλης που αναζητούν μια απογευματινή κι ανέξοδη βόλτα στο κέντρο της πόλης.
 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-10.JPG
10: Δυτικό τμήμα του Λόφου: περπατάμε την Δια Κοίλης Οδό, που οδηγούσε από το λιμάνι του Πειραιά στην πόλη της Αθήνας μέσα από τα Μακρά Τείχη και τον αρχαίο δήμο Κοίλης.
24
 

Παρατηρώντας συνολικά την ιστορική στρωματογραφία του Λόφου αναγνωρίζουμε τη διαχρονική χρήση του ως ελεύθερου χώρου, τη σημασία του ως ιδιαίτερου φυσικού στοιχείου στο αθηναϊκό τοπίο, τον πολυδιάστατο λειτουργικό ρόλο του και την πολλαπλή διαχείρισή του. Κατά την Αρχαιότητα υπήρξε τόπος κατοίκησης (Δήμοι Μελίτης, Κολυττού και Κοίλης). Κατά τον Μεσαίωνα και την οθωμανική περίοδο, τόπος για καλλιέργειες και βοσκοτόπι. Τόπος περιηγητικού ενδιαφέροντος και αναπαραστάσεων στους νεότερους χρόνους. Τόπος καταστροφής κατά την Ελληνική Επανάσταση. Τόπος με νέα ταυτότητα και βαρύνουσα ιδεολογική φόρτιση στο πρώτο σχεδιαστικό όραμα των Κλεάνθη και Σάουμπερτ το 1833.29 Μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα περίπου, υπήρξε επίσης τόπος αρχαιολογικής έρευνας, καταπάτησης, λατόμευσης (με τα ίχνη αυτών των δραστηριοτήτων ακόμα ορατά), καταφύγιο και σύμβολο της προσφυγικής ανέχειας (συνοικισμός του «Ασυρμάτου»), και μεταπολεμικά καταφύγιο πολιτιστικών μεγακατασκευών (θέατρο Δώρας Στράτου, 1963) και αυθαιρεσιών (θέατρο Μπαστιά, 1939-1997), εκθεσιακός χώρος για έργα μοντέρνας γλυπτικής (Παναθήναια, 1965). Σημαντικό κομμάτι του διασώθηκε χάρη στις εκτεταμένες δασώσεις, που πραγματοποιήθηκαν ήδη από το 1900, καθώς ο Λόφος ήταν χέρσος, ενώ το αρχαιολογικό τοπίο του αναδείχτηκε με συστηματικό τρόπο στο πλαίσιο της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας (1997-2004).30

25
 

Καθώς εξελίσσονταν οι σχεδιασμοί και τα έργα ανάδειξης των Δυτικών Λόφων, το 2002 ξέσπασε έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και σε κατοίκους των όμορων γειτονιών (Κουκάκι, Πετράλωνα) και κοινωνικοπολιτικές ομάδες που συντάχθηκαν μαζί τους. Αιτία στάθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας να περιφράξει τους Λόφους και, λίγο μετά, να τους κηρύξει «οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο» με σύστημα ελεγχόμενης εισόδου,31 χωρίς εισιτήριο, αλλά με απαγόρευση πρόσβασης κατά τη διάρκεια της νύχτας (ΦΕΚ 96Β/10-2-2004). Η αντιπαράθεση πήρε πολεμικό χαρακτήρα, με τις τοπικές ομάδες να προβαίνουν σε δυναμικές ενέργειες κατεδάφισης της περίφραξης και τις δύο πλευρές να οδηγούνται σε μακροχρόνια δικαστική διαμάχη.32 Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας33το 2015 (ΣτΕ 2034/2015) δικαίωσε το αίτημα των κατοίκων να παραμένει ανοικτός ο χώρος όλο το εικοσιτετράωρο, με το σκεπτικό ότι οι πολίτες έχουν συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης και απόλαυσης των δημόσιων χώρων πολιτισμού, ότι το μέτρο της απαγόρευσης της νυχτερινής πρόσβασης στο σύνολο του αρχαιολογικού χώρου δεν κρίνεται πρόσφορο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και ότι δεν εξετάστηκε η δυνατότητα λήψης «ηπιότερων μέτρων».34

26
 

Κύρια μέριμνα των τοπικών συλλογικοτήτων παραμένει η προστασία του δημόσιου χαρακτήρα του χώρου (π.χ. καταγγέλλουν αυθαιρεσίες ή προσφεύγουν στα δικαστήρια για καταπατήσεις του) και η αναβάθμιση του υφιστάμενου πρασίνου.35 Ωστόσο, η έλλειψη συνεργασίας και διαλόγου μεταξύ των ομάδων και των επίσημων φορέων οδηγεί σε μονομερείς ενέργειες εκ μέρους των δύο πλευρών, που ανακυκλώνουν το κλίμα έντασης και συνωμοσιολογίας.

27
 

Το μεγαλύτερο τμήμα του Λόφου σήμερα (2018) είναι περιφραγμένο, αλλά υπάρχει η δυνατότητα της ελεύθερης πρόσβασης από διάφορα επίσημα και ανεπίσημα σημεία εισόδου. Ωστόσο, ορισμένοι χώροι του είναι απολύτως κλειστοί και ελεγχόμενοι, όπως ο ευρύτερος χώρος του Αστεροσκοπείου. Τα γκράφιτι και οι βανδαλισμοί στα μνημεία, η υποβάθμιση του φυτικού περιβάλλοντος, ο κίνδυνος πυρκαγιάς, τα φαινόμενα κοινωνικής παραβατικότητας αποτελούν χαρακτηριστικά προβλήματα που απαιτούν λύσεις.36 Το κύριο ζήτημα, όμως, είναι πώς ιεραρχούνται. Στη βάση ποιου στρατηγικού οράματος και σχεδιασμού για τον χώρο, την ταυτότητα και τη λειτουργία του; Ποια υποκείμενα έχουν λόγο σε αυτόν και μέσα από ποιες διαδικασίες; Ποιοι φορείς έχουν τα μέσα, τη δυνατότητα και την ευθύνη της υλοποίησης (ή μη) των αποφάσεων;

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-12.JPG
12: Πάνω: πληροφοριακό υλικό των τοπικών συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται σε θέματα ελεύθερης πρόσβασης στον Λόφο Φιλοπάππου. Κάτω: το περιφραγμένο τμήμα του Αστεροσκοπείου
 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-13.JPG
13: Το Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος υπό κατασκευή στα τέλη της δεκαετίας του 1980 http://akadimia-platonos-istoria.blogspot.com/2011/03/
 

 

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-14.JPG
14: Απόσπασμα πολεοδομικού συγκροτήματος Αθήνας, Γ. Η. Μπίρης, 1930 (Mάνος Μπίρης, Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής 1875-1925, Αθήνα: χ.ε., 1987).
 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-15.JPG
15: Κατάλοιπα από τον συνοικισμό Ασυρμάτου
 
 

Ανοικτότητα και αρχαιολογικοί χώροι

28
 

Όπως προαναφέρθηκε, η αποσαφήνιση της έννοιας της ανοικτότητας υπήρξε κομβικής σημασίας για την έρευνά μας. Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε όσο το δυνατόν πιο ευκρινώς την έννοια, προσδιορίσαμε ένα πλαίσιο «κριτηρίων ανοικτότητας»,37 που αντλήθηκαν από τα ευρήματα τόσο της επιτόπιας παρατήρησης και της έρευνας πεδίου, όσο και από τη συσχέτισή τους με σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες του αστικού χώρου, της περιβαλλοντικής ψυχολογίας και της αστικής γεωγραφίας.38

29
 

Ως κύριες εκδοχές ή παράμετροι ανοικτότητας αναδείχτηκαν οι εξής:

  • 1.Η χωρική ανοικτότητα: ελέγχεται η δυνατότητα πρόσβασης στον φυσικό αρχαιολογικό χώρο.
  • 2.Η ανοικτότητα ως προς τη λειτουργία: ελέγχεται η δυνητικότητα ενσωμάτωσης διαφορετικών χρήσεων και λειτουργιών στον αρχαιολογικό χώρο (υφιστάμενες και εν δυνάμει χρήσεις).
  • 3.Η ανοικτότητα ως προς την εμπειρία: με όρους περιβαλλοντικής ψυχολογίας, ελέγχονται αισθητηριακοί και αντιληπτικοί παράγοντες και μεταβλητές που καθιστούν τον αρχαιολογικό χώρο φιλόξενο-προσβάσιμο ή, αντίθετα, απωθητικό- κλειστό (π.χ. ο ήχος, το φως, η δυνατότητα θέασης, η έλλειψη επαφής με άλλους ανθρώπους, η σήμανση, η πολυπλοκότητα ή η συνοχή του χώρου, συναισθήματα όπως ο φόβος ή το αίσθημα ασφάλειας).
  • 4.Η ανοικτότητα ως προς την ερμηνεία: εξετάζεται το εύρος των πληροφοριών και των ερμηνευτικών εργαλείων που παρέχονται στο κοινό για να προσεγγίσει γνωσιακά τους μνημειακούς χώρους.
  • 5.Η ανοικτότητα ως προς τη διαχείριση: πόσοι, ποιοι, σε ποιο βαθμό και πώς συμμετέχουν σε διαδικασίες που καθορίζουν ή ρυθμίζουν ζητήματα του αρχαιολογικού χώρου· διάκριση μεταξύ περισσότερο ή λιγότερο συγκεντρωτικών και συμμετοχικών συστημάτων διαχείρισης.

30
 

Επίσης, θα πρέπει να προσθέσουμε την παράμετρο του «ψηφιακού», καθώς είναι περισσότερο από προφανές ότι επηρεάζει, αν δεν ανατρέπει, τα ισχύοντα δεδομένα της χωροχρονικής πρόσβασης, εμπειρίας και ερμηνείας. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αρχαιολογικοί χώροι καθ’ όλα «κλειστοί» στο φυσικό περιβάλλον (π.χ. Ακρόπολη) μπορεί να μετατραπούν σε απόλυτα «ανοικτούς» στο ψηφιακό, όπου το πλήθος των ελεύθερα προσβάσιμων μεταδεδομένων και απόψεων για αυτούς είναι ανεξάντλητο.39 Η ανάγκη για αναλυτική και θεωρητική εμβάθυνση πάνω στο τρίπτυχο «ανοικτότητα-φυσικός-ψηφιακός αρχαιολογικός χώρος» συνιστά μια ερευνητική κληρονομιά αυτής της μελέτης, με την οποία θα επιδιώξουμε να αναμετρηθούμε στο κοντινό μέλλον.

 
 

Συμπεράσματα και πορίσματα της έρευνας

31
 

Από την ανάλυση των στοιχείων της έρευνας διαπιστώνονται τα ακόλουθα:

  • 1. Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι που μελετήθηκαν αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, «προϊόντα» θεσμικών και εκ των άνω σχεδιασμών και διαχειριστικών επιλογών της κεντρικής διοίκησης.
  • 2. Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι χαρακτηρίζονται από αρκετές παραμέτρους ανοικτότητας: είναι ελεύθερα προσβάσιμοι και ενσωματώνουν πολλές, διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες. Επίσης, στην πράξη η διαχείρισή τους απαιτεί τη συνεργασία διαφορετικών φορέων: της Εφορείας Αρχαιοτήτων (αρμόδιας για την προστασία και την ανάδειξη του αρχαιολογικού κεφαλαίου) και του Δήμου Αθηναίων (αρμόδιου για τη συντήρηση της χλωροπανίδας και των άλλων αστικών υποδομών, καθώς και για την καθαριότητα). Στην περίπτωση του Λόφου Φιλοπάππου, ενδιαφερόμενος φορέας είναι επίσης η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων, λόγω της κηρυγμένης πολιτιστικής κληρονομιάς του Δ. Πικιώνη. Στον χώρο του, εξάλλου, λειτουργούν το Θέατρο Ελληνικών Χορών και η Σχολή Δώρας Στράτου, ενώ στο Αρχαιολογικό Άλσος υπάρχει το Ψηφιακό Μουσείο για τον Πλάτωνα (συμπαραγωγή του Δήμου Αθηναίων και του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού).
  • 3. Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι δεν διακρίνονται μόνον από έναν αξιοπρόσεκτο βαθμό ανοικτότητας, αλλά αποδεικνύονται –μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού– ιδιαίτερα απαιτητικοί και σύνθετοι ως προς την καθημερινή διαχείριση και τη βιωσιμότητά τους.
  • 4. Εντός των ορίων τους, το αίτημα για προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς συμπλέκεται με ένα δεύτερο, διακριτό κοινωνικό αίτημα, το οποίο διεκδικεί την ποιοτική αναβάθμιση της αστικής καθημερινότητας μέσα από τη διαφύλαξη ή τη δημιουργία περισσότερων ελεύθερων χώρων και κυρίως χώρων πρασίνου. Η ταυτόχρονη ικανοποίηση αυτών των δύο κοινωνικών αναγκών γεννά αντιφάσεις και ενίοτε συγκρουσιακές καταστάσεις.
  • 5. Η σημασία των αρχαίων μνημείων, της προστασίας και της ανάδειξής τους δεν αμφισβητείται ούτε απαξιώνεται από τις ενεργές συλλογικότητες, ούτε ανακύπτουν ζητήματα «δύσκολης πολιτιστικής κληρονομιάς».
  • 6. Ωστόσο, η κοινοχρησία ενός μεγάλου αρχαιολογικού χώρου σε ένα μητροπολιτικό κέντρο, όπως αυτό της Αθήνας, ασφαλώς δεν συνεπάγεται μόνο τη θετική, πληθυντική οικειοποίησή του. Όπως πολλοί άλλοι δημόσιοι χώροι, έτσι και οι ανοικτές ετεροτοπίες ερειπίων μπορεί ενίοτε να μετατρέπονται σε δυστοπίες της πυκνής, γρήγορα μεταβαλλόμενης και δύσκολα οριοθετούμενης αστικής πραγματικότητας.
  • 7. Το θεσμικό πλαίσιο της διαχείρισης των αρχαιολογικών πόρων δεν προβλέπει διαδικασίες συμμετοχής σε διάλογο και διαβούλευση ή διαδικασίες συναπόφασης των ενδιαφερόμενων συλλογικών υποκειμένων σχετικά με το παρόν και το μέλλον των χώρων, με αποτέλεσμα να συντηρείται ένα κλίμα αντιπαράθεσης (αν όχι δίκης προθέσεων) μεταξύ της αρχαιολογικής κοινότητας και των τοπικών κοινοτήτων, μολονότι οι απόψεις και τα συμφέροντα στο εσωτερικό των δύο πλευρών ποικίλλουν. Επίσης, η ευθύνη για τις επιλογές στρατηγικού χαρακτήρα παραμένει αποκλειστικά στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, με τον Δήμο να εμφανίζεται ως τεχνική υπηρεσία υλοποίησης αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι αυτές αφορούν δημόσιο αστικό κοινόχρηστο χώρο.

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-17.JPG
17: Αναγνώριση χωρικών στοιχείων και ποιοτήτων στον Λόφο Φιλοπάππου και στο Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος
 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-18.JPG
18: Χρήσεις και λειτουργίες στον Λόφο Φιλοπάππου και στο Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος: φωτογραφική αποτύπωση
 
 

Ανοικτοί αρχαιολογικοί χώροι: Να υπάρχουν, να μην υπάρχουν ή πώς να υπάρχουν;

32
 

Η ποιοτική αναβάθμιση του αστικού πρασίνου στο λεκανοπέδιο της Αθήνας αποτέλεσε τον πυρήνα των κινημάτων πόλης από τη δεκαετία του 1990 έως και την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του 2010, οπότε η ατζέντα των συλλογικών δράσεων άλλαξε σημαντικά.40 Οι αρχαιολογικοί χώροι του κέντρου της Αθήνας, αποτέλεσμα μεγάλων ανασκαφικών προγραμμάτων που ξεκίνησαν τον δέκατο ένατο αιώνα ισοπεδώνοντας οικιστικά συγκροτήματα για να δώσουν υπόσταση στο νεοκλασικό όραμα της εποχής,41 παραμένουν έως σήμερα αξιοπρόσεκτο τμήμα του συνολικού αδόμητου αστικού χώρου. Καθώς μάλιστα στους περισσότερους πραγματοποιήθηκαν συστηματικά φυτεύσεις, στο αναθεωρημένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της πόλης σημειώνονται με την ένδειξη «ελεύθεροι χώροι-αστικό πράσινο», χωρίς να διαφοροποιούνται από άλλα πάρκα, από φυσικούς λόφους ή μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το αν είναι ελεγχόμενη ή απολύτως ελεύθερη η πρόσβαση σε αυτούς.

33
 

Κατά συνέπεια, υβριδικοί αρχαιολογικοί χώροι όπως ο Λόφος Φιλοπάππου και το Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος αποτελούν εκ των πραγμάτων κεφάλαιο για τις πυκνοκατοικημένες γειτονιές του αστικού κέντρου. Ο ρόλος τους διαχρονικά παρουσιάζεται καθοριστικός για την καθημερινότητα της γειτονιάς και για το φαντασιακό της πόλης, το οποίο πυροδοτείται από έναν ιδανικό συνδυασμό υλικών και άυλων ποιοτήτων και αξιών: χρήσιμα και χρηστικά αστικά πάρκα από τη μία και τόποι πολιτισμού και μνήμης από την άλλη.

34
 

Στην παρούσα έρευνα υπογραμμίζεται ότι ο «ανοικτός αρχαιολογικός χώρος» δεν είναι μια θεωρητική άσκηση, αλλά μια πραγματικότητα που ενέχει τον κεντρικό σχεδιασμό και την πολιτική βούληση, και δεν έχει προκύψει ως ιστορικό παράδοξο ή ατύχημα. Επιχειρώντας να κατανοήσουμε συγχρονικά και διαχρονικά αυτή την πραγματικότητα, συστηματοποιώντας τα χαρακτηριστικά της και πλαισιώνοντάς τη θεωρητικά, επιδιώκουμε να διερευνήσουμε την περαιτέρω εφαρμογή στο ελληνικό αστικό περιβάλλον ενός εναλλακτικού μοντέλου διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων – όχι ως μοντέλου-συνταγής, αλλά ως δυνητικότητας που εξαρτάται και επανακαθορίζεται από διάφορους χωρικούς, υλικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και αξιακούς παράγοντες.

35
 

Ο Λόφος Φιλοπάππου και το Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος έφεραν στην επιφάνεια βαθιές δομικές ανεπάρκειες του ηγεμονικού μοντέλου διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων, ιδιαίτερα στο πυκνό αστικό περιβάλλον της Αθήνας. Αφενός, ο Λόφος και το Άλσος καθίστανται τόποι συλλογικής και πολυδιάστατης οικειοποίησης και σημασίας – μια συνθήκη που αμφισβητεί έντονα τη διαχρονικά παρούσα «ιδιοκτησιακή στάση» της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ως προς τη διαχείριση των αρχαιολογικών πόρων.42 Αφετέρου, ο ανοικτός αρχαιολογικός χώρος, ως κατηγορία, δεν υποτάσσεται εύκολα σε εκείνη του «οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου», καθώς φαίνεται να επερωτά θεμελιώδεις όρους της ταυτότητας του δεύτερου ως δημόσιου χώρου, και κυρίως την πρωτεύουσα λειτουργία του ως οριοθετημένου μουσειακού περιβάλλοντος, όπου το κοινό προσέρχεται για σκοπούς αρκετά ξεκάθαρους και με κοινωνικά οριοθετημένες συμπεριφορές. Αντίθετα, οι κοινόχρηστοι αρχαιολογικοί χώροι λειτουργούν πιο πολύ ως πορώδη δίκτυα κοινωνικών σχέσεων παρά ως οριοθετημένες περιοχές, αφού υποδέχονται πολλούς διαφορετικούς χρήστες, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν με πολλούς τρόπους, απρόβλεπτους και όχι εύκολα ελεγχόμενους. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα έργο και μια ευθύνη που υπερβαίνουν το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων, αλλά και των δυνατοτήτων της.

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-19.JPG
19: Σχηματική απεικόνιση των δύο κύριων μοντέλων διαχείρισης αρχαιολογικών χώρων, κλειστού και ανοικτού
36
 

Οι δύο μελέτες περίπτωσης τεκμηριώνουν επίσης την ανάγκη να εμβαθύνουμε εκ νέου στην έννοια της ανοικτότητας. Ο δημόσιος χώρος δεν είναι ένα ανεξάρτητο, αυτοτελές αντικείμενο. Συνιστά μια άνωθεν θέσμιση η οποία οριοθετεί μεν την ταυτότητα του χώρου (ως κοινόχρηστου, ελεγχόμενης πρόσβασης, ειδικής χρήσης κ.ο.κ.), αλλά οι αξίες και οι σημασίες του επαναπροσδιορίζονται διαρκώς μέσα από τη δράση των συλλογικών υποκειμένων. «Όλοι οι χώροι ρυθμίζονται κατά κάποιο τρόπο κοινωνικά», με θεσμικό ή με εθιμικό τρόπο, όπως μας θυμίζει η Ντορίν Μάσεϊ.43 Η ανοικτότητα, λοιπόν, δεν συνιστά αυταπόδεικτο κριτήριο εκδημοκρατισμού ενός χώρου, διότι ο χώρος αποτελεί προϊόν άνισων και ασύμμετρων, ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων.

37
 

Η δυνατότητα της φυσικής πρόσβασης στον χώρο συνήθως προβάλλεται ως το πλέον αυτονόητο κριτήριο ανοικτότητας. Ωστόσο, όπως έδειξε η έρευνα, δεν είναι το μοναδικό. Δεν αρκεί να αρθούν οι ρυθμίσεις της ελεγχόμενης πρόσβασης ώστε να καταστεί ένας αρχαιολογικός χώρος «ανοικτός». Ποιο ρόλο παίζει, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο τα υποκείμενα προσλαμβάνουν και βιώνουν τον χώρο; Πόσο ανοικτός είναι ένας χώρος που δημιουργεί αισθήματα φόβου και ανασφάλειας;

38
 

Επιπλέον, πώς συνυπάρχει η «ανοικτότητα στην εμπειρία» με την «ανοικτότητα στην ερμηνεία» και πώς επιτυγχάνεται η δεύτερη; Ας αναλογιστούμε, λόγου χάρη, σε ποιο βαθμό έχει θέση στον ελεύθερα προσβάσιμο χώρο της Πνύκας μια αφήγηση για το πώς οι αρχαίοι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν το Δηλιακό Ταμείο προκειμένου να υλοποιήσουν το φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα της Ακρόπολης. Πόση πληροφορία αντέχει ένας χώρος που φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως «ανοικτό κείμενο»; Από την άλλη πλευρά, η εμμονική προσήλωση στη μνημειοποίηση των καταλοίπων της κλασικής αρχαιότητας μοιάζει επίσης με βάρος που ο Λόφος δεν μπορεί πια να σηκώσει, με τους κατοίκους να ιεραρχούν διαφορετικά τα ορατά στοιχεία του ιστορικού παλίμψηστου, εστιάζοντας σε όσα συνδέονται με βιώματα ή με νεότερες συλλογικές μνήμες.44 Η κοινωνική συγκρότηση των υποκειμένων, αλλά και το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο εντός του οποίου ενεργοποιούνται, αποτελούν στοιχεία που προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη για την ανοικτότητα ενός αρχαιολογικού χώρου.

39
 

Μπορεί η ανοικτότητα να προσφέρει πολλά ως ιδέα και ως πρακτική στο έντονα περιοριστικό πλαίσιο που έθεσε το παραδοσιακό νεωτερικό παράδειγμα διαχείρισης των αρχαιολογικών πόρων, όμως αφήνει σε εκκρεμότητα αρκετά ζητήματα ή γεννά νέα. Πάντως, σε ανοικτά συστήματα, όπως ο Λόφος Φιλοπάππου και το Αρχαιολογικό Άλσος, όπου δύσκολα επέρχονται ισορροπίες μεταξύ πολλών συλλογικών κοινοτήτων και αντικρουόμενων θέσεων, καμία πλευρά δεν φαίνεται να τάσσεται υπέρ κάποιας συνθήκης «απόλυτης ανοικτότητας».

40
 

Η διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς συνιστά αναμέτρηση με μια πολυεπίπεδη πραγματικότητα, την οποία καμία πρόταση ανοικτότητας δεν μπορεί να προσπεράσει, αλλά οφείλει να τη λάβει υπόψη της. Δύσκολα θα υποστήριζε σήμερα κάποιος ότι ο Λόφος Φιλοπάππου συνιστά την πολιτιστική κληρονομιά, τον υλικό και συμβολικό πόρο, μιας τοπικής κοινότητας. Η αρχαιολογική κληρονομιά μπορεί να έχει τοπική, υπερτοπική, εθνική ή και διεθνική διάσταση. Την ίδια στιγμή, το κράτος διατηρεί το δικαίωμα της διαχείρισης των αρχαιολογικών πόρων που βρίσκονται νόμιμα στη χωρική επικράτειά του, καθώς η πολιτιστική κληρονομιά, εκτός από πολιτισμικό φαινόμενο και εσχάτως «οικουμενική αξία», παραμένει μια νεωτερική θεσμική κατηγορία που συγκροτεί την εθνική ταυτότητα.45 Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος εξακολουθεί να νοείται ως μηχανισμός που διασφαλίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της αρχαιολογικής κληρονομιάς, αφήνοντας περισσότερο χώρο σε διαφορετικές οικειοποιήσεις και νοηματοδοτήσεις της «από τα κάτω» παρά στην ιδιωτική εκμετάλλευσή της.

41
 

Ένα άλλο στοιχείο, στο οποίο επίσης πρέπει να δοθεί προσοχή, είναι η προστασία και η βιωσιμότητα των αρχαιολογικών χώρων. Τα αρχαία δεν είναι απεριόριστοι ή αυτο-ανανεώσιμοι πόροι, όπως ισχύει για παράδειγμα με κάποια αντικείμενα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Εκείνο ακριβώς που καθιστά ζωντανά και διατηρεί τα ήθη και τα έθιμα, ανανεώνοντας τη μορφή και το περιεχόμενό τους, είναι η διαρκής επιτέλεσή τους από τα μέλη μιας τοπικής κοινότητας. Στην περίπτωση των αρχαιολογικών χώρων, όμως, η προστασία, η συντήρηση και η βιωσιμότητά τους εξαρτάται από το έργο πολλών ειδικοτήτων (αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, συντηρητών κ.ά.), που συνεργάζονται στο πλαίσιο ενός στιβαρού και λειτουργικού διαχειριστικού σχήματος.

42
 

Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει ένα και μοναδικό ανοικτό μοντέλο διαχείρισης, γιατί δεν υπάρχει μόνο μία εκδοχή ανοικτότητας. Η χωρική και η λειτουργική ανοικτότητα είναι κάτι που εντέλει όλοι, και οι θεσμικοί φορείς, επιδιώκουν να έχουν οι αρχαιολογικοί χώροι σήμερα, στον έναν ή στον άλλο βαθμό. Ωστόσο, δεν έχουν όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι τις ίδιες ανάγκες ούτε τις ίδιες δυνατότητες. Για παράδειγμα, δεν είναι εφικτή η αρχαιολογική έρευνα σε αφύλακτους χώρους ούτε μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές περιβάλλον κοινοχρησίας χώροι κατάσπαρτοι με ερείπια. Επίσης, είναι αδύνατον να αποκλειστεί η τουριστική αξιοποίηση των μνημειακών χώρων, ιδίως όταν προκύπτει ως συλλογικό ζητούμενο.

 
 
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/pfiles/journals/54/editor-uploads/issues/A01/MM/A01-06-MM/A01-06-IMG-20.JPG
20: Στη συνοικία του αρχαίου δήμου Μελίτης: Λόφος Πνύκας-Νυμφών
43
 

Είναι δυνατόν οι αρχαιότητες να εντάσσονται σε ελεύθερα προσβάσιμους, πολυλειτουργικούς δημόσιους χώρους, χωρίς να κινδυνεύει να χαθεί η έννοια της προστασίας των μνημείων; Ούτε εδώ υπάρχει εύκολη απάντηση. Ενδεχομένως, όμως, ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται καλύτερα ενισχύοντας την προσβασιμότητα, την πολυλειτουργικότητα και τη συνδιαχείρισή τους παρά περιορίζοντάς τες· επιδιώκοντας, δηλαδή, οι ανοικτοί αρχαιολογικοί χώροι να παραμένουν ζωντανοί δημόσιοι χώροι, με διαρκή παρουσία και συλλογικό ενδιαφέρον εκ μέρους των πολιτών και, βέβαια, των κατοίκων της γειτονιάς. Παράλληλα, για να παραμείνουν συλλογικοί χώροι ιδιαίτερης και θετικής εμπειρίας, χρειάζεται να γίνονται επιλογές και να προκύπτουν κάποια όρια στις χρήσεις: πώς αντιμετωπίζουμε τα γκράφιτι στα μνημεία, πώς συνδυάζουμε το πράσινο με την ανάδειξή τους, ποιες χρήσεις συμβιώνουν με το ιδιαίτερο πολιτιστικό και περιβαλλοντικό τοπίο τους και ποιες το διαρρηγνύουν καταλυτικά; Όλα αυτά και πολλά άλλα είναι ζητήματα ανοικτά και υπό διαπραγμάτευση· ωστόσο, αν πρόκειται να υπάρχουν «ανοικτοί αρχαιολογικοί χώροι», θα πρέπει να τους αναγνωριστεί μια ιδιαίτερη ταυτότητα δημόσιου χώρου, που δεν συμπίπτει ούτε με την ταυτότητα του «κοινόχρηστου πάρκου» ούτε με του «μουσειακού-μνημειακού χώρου», καθώς και να αποκτήσουν μια δομή διαχείρισης που θα τους καθιστά βιώσιμους, λειτουργικούς και δημοκρατικά ελεγχόμενους.

44
 

Οι αρχαιολογικοί χώροι μπορεί να προέκυψαν από μια διαδικασία καταστροφής και απαλλοτριώσεων, αλλά εξασφάλισαν ζωτικό ελεύθερο (και εν συνεχεία πράσινο) χώρο στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις μεγάλης και μεσαίας κλίμακας – όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, μολονότι σε μικρότερο βαθμό. Το ζητούμενο είναι να τους ξαναδούμε ως μέρος του δημόσιου χώρου και του δημόσιου λόγου. Η μορφολογική και η λειτουργική συνθετότητα των ανοικτών αρχαιολογικών χώρων που εξετάσαμε, αλλά και η κοινωνική περιπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο εντάσσονται, υποδεικνύουν την ανάγκη να περάσουμε από μια κλειστή διαχειριστική δομή σε πιο σύνθετους και συμμετοχικούς τρόπους διαχείρισης, με διαδικασίες διαβούλευσης και συνυπευθυνότητας μεταξύ περισσότερων συλλογικών υποκειμένων. Η έρευνα οδηγεί στην αναζήτηση ενός συστήματος διαχείρισης που θα είναι πιο ανοικτό και ευέλικτο, αλλά όχι άνισο και θεσμικά ανοχύρωτο: που θα είναι, δηλαδή, συμπεριληπτικό (inclusive), αλλά ταυτόχρονα και αντιπροσωπευτικό, εξασφαλίζοντας τον δημοκρατικό έλεγχο σε πολλαπλά επίπεδα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1   Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τις αρχαιολόγους Βούλα Μπαρδάνη, Τάνια Χατζηευθυμίου, Μαρία Ντούρου και τον Μανώλη Παναγιωτόπουλο, την αρχιτέκτονα μηχανικό και ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ Μπούκη Μπαμπάλου-Νουκάκη, τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο και καθηγητή ΕΜΠ Κωνσταντίνο Σερράο, τον αντιδήμαρχο Δήμου Αθηναίων Ανδρέα Βαρελά, για τις γνώσεις και τις εμπειρίες που μοιράστηκαν μαζί μας σχετικά με τους αρχαιολογικούς χώρους της Ακαδημίας Πλάτωνος και του Φιλοπάππου και τις περιβάλλουσες γειτονιές, καθώς και όλους τους συναδέλφους/ισσες, κατοίκους, συλλογικότητες, φίλους/ες που μας έδωσαν πληροφορίες και αντάλλαξαν μαζί μας ιδέες, απόψεις και εμπειρίες σχετικά με τα αντικείμενα της έρευνάς μας. Επίσης, το Διιδρυματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Διαχείριση Μνημείων: Αρχαιολογία, Πόλη και Αρχιτεκτονική» που φιλοξένησε στον χώρο του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών την Ημερίδα «Ανάδειξη και διαχείριση μνημείων στην Ελλάδα: Σύγχρονες προσεγγίσεις και προοπτικές» (26-10-2018) και όσους/ες έλαβαν μέρος σε αυτήν, συμβάλλοντας στην επιτυχία της. Τέλος, ευχαριστούμε το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και το Ίδρυμα Λάτση, γιατί χωρίς την υποστήριξή τους η έρευνα δύσκολα θα είχε βρει δρόμο υλοποίησης. Όσα κατορθώσαμε, είπαμε και γράψαμε, αλλά και όσα παραλείψαμε, βαραίνουν αποκλειστικά εμάς.
2 Βλ. ενδεικτικά Olsen Bjørnar, «Symmetrical Archaeology», στο Archaeological Theory Today: Second Edition, επιμ. Ιan Hodder (Κέμπριτζ: Polity Press, 2012), 215· Julian Thomas, Archaeology and Modernity (Λονδίνο: Routledge, 2004), 79. Βλ. επίσης Margarita Díaz-Andreu και Timothy Champion, επιμ., Nationalism and Archaeology in Europe (Λονδίνο: University College London Press, 1996).
3 Βλ. ενδεικτικά Δημήτρης Πλάντζος, Αρχαιολογίες του κλασικού: Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014), 104, 260-272. Βλ. επίσης Despina Catapoti, «To Own or to Share? The Crisis of the Past at the Onset of the 21st Century», στο An Archaeology of Land Ownership, επιμ. Maria Relaki και Despina Catapoti (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 2013)· Despina Catapoti και Maria Relaki, «An Archaeology of Land Ownership: Introducing the Debate», στο ίδιο· Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012)· Robert David Sack, Human Territoriality: Its Theory and History (Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 1986)· Laurajane Smith, «Towards a Theoretical Framework for Archaeological Heritage Management», στο The Heritage Reader, επιμ. Graham Fairclough, Rodney Harrison, John H. Jameson, και John Schofield (Λονδίνο: Routledge, 2008)· Ηayden White, Metahistory: The Historical Imagination of Nineteenth-Century Europe (Βαλτιμόρη: John Hopkins University Press, 1973)· Alison Wylie, «The Promises and Perils of an Ethic of Stewardship», στο Embedding Ethics: Shifting Boundaries of the Anthropological Profession, επιμ. Lynn Meskell και Peter Pels (Οξφόρδη: Berg, 2005)· Εleana Yalouri, The Acropolis: Global Fame, Local Claim (Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Berg, 2001).
4 Anna Stroulia και Susan Buck Sutton, «Archaeological Sites and the Chasm between Past and Present», στο Archaeology in Situ: Sites, Archaeology, and Communities in Greece, επιμ. Anna Stroulia και Susan Buck Sutton (Plymouth: Lexington Books, 2010), 3. Βλ. επίσης John Carman, Against Cultural Property: Archaeology, Heritage and Ownership (Λονδίνο: Duckworth, 2005). Smith, «Αrchaeological Heritage Management».
5 Catapoti, «To Own or to Share?», 263-266. Stuart Hall, «Whose Heritage? Un-settling “The Heritage”, Re-imagining the Postnation,” στο The Heritage Reader, επιμ. Graham Fairclough, Rodney Harrison, John H. Jameson, και John Schofield (Λονδίνο: Routledge, 2008), 220· George Nicholas και Julie Hollowell, «Ethical Challenges to a Postcolonial Archaeology: The Legacy of Scientific Colonialism», στο Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics, επιμ. Yannis Hamilakis και Philip Duke (Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007), 60· Laurajane Smith, Archaeological Theory and the Politics of Cultural Heritage (Λονδίνο: Routledge, 2004), 68-74· Smith, «Αrchaeological Heritage Management», 62-63. Βλ. επίσης Arjun Appadurai (σε συνεργασία με τους Ashish Chadha, Ian Hodder, Trinity Jachman και Chris Witmore), «The Globalization of Archaeology and Heritage: A Discussion with Arjun Appadurai», στο The Heritage Reader, επιμ. Graham Fairclough, Rodney Harrison, John H. Jameson, και John Schofield (Λονδίνο: Routledge, 2008)· Peter Pels, «The Anthropology of Colonialism: Culture, History and the Emergence of Western Governmentality», Annual Review of Anthropology 26 (1997): 163-183.
6 Στο σύγχρονο νομικό ελληνικό πλαίσιο ορίζεται ότι όλα τα αρχαία ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται έως το ιστορικό ορόσημο του 1453 «ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας» (Ν. 3028/2002). Giorgos Vavouranakis, «Archaeological Resource Management in Greece: State, Private, Public and Common», στο Culture and Perspective at Times of Crisis: State Structures, Private Initiative, and the Public Character of Heritage, επιμ. Sophia Antoniadou, Giorgos Vavouranakis, Ioannis Poulios, και Pavlina Raouzaiou (Οξφόρδη: Oxbow, 2018)· Daphne Voudouri, «Greek Legislation concerning the International Movement of Antiquities and its Ideological and Political Dimensions», στο A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic Identity in Twentieth-Century Greece, επιμ. Dimitris Damaskos και Dimitris Plantzos (Αθήνα: Benaki Museum, 2008).
7 Βλ. ενδεικτικά Δημήτρης Πλάντζος, «Διεκδικώντας το τοπίο: αντικρουόμενες προσεγγίσεις στη χρήση του Φιλοπάππου», στο Τέχνη – Χώρος – Όψεις ανάπτυξης στην Ελλάδα της κρίσης, επιμ. Αργυρώ Λουκάκη και Δημήτρης Πλάντζος (Αθήνα: Λειμών, 2018), 106. Βλ. επίσης Despina Catapoti, Ioulia Skounaki, και Georgia Gkoumopoulou, «What Links “Heritage”, “Openness” and the “Commons” in an Urban Environment? Some Thoughts on the Archaeological Parks of Philopappos Hill and Plato’s Academy in Athens», στο Cultural Heritage in the Realm of the Commons, επιμ. Stelios Lekakis (Λονδίνο: Ubiquity Press, υπό έκδοση, 2020)· Michael Fotiadis, «There is a Blue Elephant in the Room: From State Institutions to Citizen Indifference», στο Archaeology in Situ: Sites, Archaeology, and Communities in Greece, επιμ. Anna Stroulia και Susan Buck Sutton (Πλύμουθ: Lexington Books, 2010)· Georgios Alexopoulos και Kalliopi Fouseki, «Introduction: Managing Archaeological Sites in Greece», Conservation and Management of Archaeological Sites 15, τχ. 1 (Φεβρουάριος 2013)· Stroulia και Susan Buck Sutton, «Archaeological Sites».
8 Catapoti, «To Own or to Share?», 270· Neil A. Silberman, «Sustainable Heritage? Public Archaeological Interpretation and the Marketed Past», στο Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics, επιμ. Yannis Hamilakis και Philip Duke (Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007), 179-182. Βλ. επίσης Yannis Hamilakis και Philip Duke, επιμ., Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics (Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007)· Cornelius Holtorf, From Stonehenge to Las Vegas: Archaeology as Popular Culture (Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Altamira Press, 2005)· Alice B. Kehoe, «Archaeology within Marketing Capitalism», στο Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics, επιμ. Yannis Hamilakis και Philip Duke (Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007)· David Lowenthal, «The Past as a Theme Park», στο Theme Park Landscapes: Antecedents and Variants, επιμ. Terence Young και Robert Riley (Ουάσινγκτον: Dumbarton Oaks Press, 2002)· Kevin Walsh, The Representation of the Past: Museums and Heritage in the Postmodern World (Λονδίνο: Routledge, 1992).
9 Raoul V. Bianchi, «Place and Power in Tourism Development: Tracing the Complex Articulations of Community and Locality», Pasos 1, τχ. 1 (2003), τελευταία επίσκεψη 10 Οκτωβρίου 2018, http://www.pasosonline.org/Publicados/1103/PS020103.pdf ·Jeremyy Boissevain, επιμ., Coping with Tourists: European Reactions to Mass Tourism (Οξφόρδη: Berghahn Books, 1996)· Βασιλική Γαλάνη-Μουτάφη, Έρευνες για τον τουρισμό στην Ελλάδα και την Κύπρο: Μια ανθρωπολογική προσέγγιση (Αθήνα: Προπομπός, 2002)· John Urry, The Tourist Gaze: Leisure and Travel in Contemporary Societies (Λονδίνο: Sage Publications, 1990)· Cornelia Zarkia, «Philoxenia Receiving Tourists –but not Guests– on a Greek Island», στο Coping with Tourists: European Reactions to Mass Tourism, επιμ. Jeremy Boissevain (Οξφόρδη: Berghahn Books, 1996).
10 William F. McComas, «Scientific Openness», στο The Language of Science Education, επιμ. William F. McComas (Ρότερνταμ: Sense Publishers, 2014).
11 Catapoti, «To Own or to Share?», 263-266· Catapoti, Skounaki, και Gkoumopoulou, «What Links “Heritage”, “Openness” and the “Commons”?».
12 Βλ. ενδεικτικά Nick Merriman, επιμ., Public Archaeology (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 2004)· Barbara J. Little, «Public Benefits of Public Archaeology», στο The Oxford Handbook of Public Archaeology, επιμ. Robin Skeates, Carol McDavid, και John Carman (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2012)· Νένα Γαλανίδου, επιμ., Μιλώντας στα παιδιά για το παρελθόν: Μια διεπιστημονική προσέγγιση (Αθήνα: Καλειδοσκόπιο, 2012).
13 Βλ. ενδεικτικἀ Rodney Harrison, Heritage: Critical Approaches (Άμπινγκτον: Routledge, 2013), 204 κ.ε. Βλ. επίσης John Carman, Archaeology and Heritage: An Introduction (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Continuum, 2002)· Clay Mathers, Timothy Darvill, και Barbara J. Little, επιμ., Heritage of Value, Archaeology of Renown: Reshaping Archaeological Assessment and Significance (Gainesville: University Press of Florida, 2005)· Ιωάννης Πούλιος, «Διαχείριση υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη», στο Πολιτισμική διαχείριση, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα (Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015), τελευταία επίσκεψη 14 Δεκεμβρίου 2018, https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2395 Laurajane Smith και Emma Waterton, επιμ., Heritage, Communities and Archaeology (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Bloomsbury, 2009).
14 Βλ. ενδεικτικά Χάρτης της Μπούρα (1999), Διακήρυξη της Βουδαπέστης για την Παγκόσμια Κληρονομιά (2002), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς (1992), Nara+20 Document (2014).
15 Catapoti, Skounaki, και Gkoumopoulou, «What Links “Heritage”, “Openness” and the “Commons”?»· Silberman, «Sustainable Heritage?».
16 Για σχετική βιβλιογραφία, βλ. Catapoti, «To Own or to Share?».
17 Sophia Antoniadou, Giorgos Vavouranakis, Ioannis Poulios, και Pavlina Raouzaiou, επιμ., Culture and Perspective at Times of Crisis: State Structures, Private Initiative, and the Public Character of Heritage (Οξφόρδη: Oxbow, 2018).
18 Fredric Jameson, «Postmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism», New Left Review 146 (1984)· Catapoti, «To Own or to Share?», 269-270. Βλ. επίσης David Harvey, The Condition of Postmodernity (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1989)· Perry Anderson, The Origins of Postmodernity (Λονδίνο: Verso, 1998).
19 Βλ. ενδεικτικἀ Anderson, The Origins of Postmodernity· Appadurai, «Globalization of Archaeology and Heritage»· Hamilakis και Duke, From Ethics to Politics· Susan Hazan, «A Crisis of Authority: New Lamps for Old», στο Theorizing Digital Cultural Heritage: A Critical Discourse, επιμ. Fiona Cameron και Sarah Kenderdine (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 2007)· Ian Hodder, The Archaeological Process: An Introduction (Οξφόρδη: Blackwell, 1999)· Ian Hodder, «A Response to Yannis Hamilakis», Journal of Mediterranean Archaeology 12, τχ. 1 (1999)· Holtorf, Stonehenge to Las Vegas· Lowenthal, «Past as Theme Park».
20 Sybille Frank, «Seminar I: Urban Commons and Urban Heritage, Input for the Urban Heritage Seminar Series, University of Gothenburg, 23rd August 2013», στο Heritage as Common(s) – Common(s) as Heritage, επιμ. Henric Benesch, Feras Hammami, Ingrid Holmberg, και Evren Uzer (Γκέτεμποργκ και Στοκχόλμη: Makadam Publishers, 2015), 25.
21 Η συγκεκριμένη περιοχή εντάσσεται στην 4η Δημοτική Κοινότητα και γειτνιάζει με το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας.
22 Γεωργία Γκουμοπούλου, «Σχεδιάζοντας στα “κενά” της πόλης: Η εμπειρία μιας μελέτης – Παρουσίαση της μελέτης πολεοδομικού ανασχεδιασμού γειτονιάς Ακαδημίας Πλάτωνος» (Διάλεξη σε μεταπτυχιακό μάθημα: Όψεις του Αστικού Τοπίου στον Δημόσιο Χώρο, ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών – Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας, Αθήνα, 2013), τελευταία επίσκεψη 17 Σεπτεμβρίου 2018, http://courses.arch.ntua.gr/108623.htmlΡυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας 2014, τελευταία επίσκεψη 20 Δεκεμβρίου 2018, http://www.cityofathens.gr/node/9806.
23 Αναλυτικά, βλ. Μανώλης Παναγιωτόπουλος και Τάνια Χατζηευθυμίου, «Επιστροφή στην Ακαδημία», Αρχαιολογία και Τέχνες 123 (Απρίλιος 2017): 58-77.
24 Παράλληλα με τις διαδικασίες θεσμοθέτησής του ως αρχαιολογικού και κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, το 2002 (Ν. 3057/2002, ΦΕΚ 239Α/10-10-2002, άρ. 80, παρ. 2) καθορίστηκε εντός των ορίων του και ο χώρος ανέγερσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών με μέγιστη επιτρεπόμενη δόμηση 30.000 τ.μ.
25 Αξίζει να μνημονευτεί η πρωτοβουλία που ξεκίνησε το 2008 και οδήγησε στην απαλλοτρίωση ιδιωτικής έκτασης και στην ένταξή της στον αρχαιολογικό χώρο. Πάντως, μολονότι η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί θεσμικά, η οικονομική υλοποίησή της εκκρεμεί ακόμα, με κίνδυνο την ακύρωσή της.
26 Aντώνης Χαζάπης, «Οράματα και σχεδιασμοί για την πόλη: Το παράδειγμα της Ακαδημίας Πλάτωνος», Εισήγηση στο 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, 24-27 Σεπτεμβρίου 2015, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΤΜΧΠΠΑ), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2015, τελευταία επίσκεψη 15 Νοεμβρίου 2018, https://www.citybranding.gr/2016/01/blog-post_11.html.
27 Το σχεδιαστικό όραμα του Δ. Πικιώνη, που υλοποιήθηκε με προσωπικό κόπο και φροντίδα του ίδιου, ενάντια στο κυρίαρχο μοντερνιστικό πνεύμα της εποχής του, αποτέλεσε τομή για τον χώρο του Φιλοπάππου. Στο ανατολικό τμήμα του, ο Πικιώνης δημιούργησε ένα ιδιαίτερο «χειροποίητο» έργο, δίνοντας μορφή σε μια ιδέα περί ελληνικότητας όπου το αρχαίο συνομιλεί με το λαϊκό, το νεότερο με το σύγχρονο και με το φυσικό αττικό τοπίο (σύνθεση/κολάζ αρχαίων σπολίων με νεοκλασικά στοιχεία, βυζαντινά και της λαϊκής παράδοσης)· βλ. ενδεικτικά Αγνή Πικιώνη, επιμ., Δημήτρη Πικιώνη Έργα Ακροπόλεως (Αθήνα: Ίνδικτος, 2001)· Πλάντζος, «Διεκδικώντας το τοπίο»· Δημήτρης Αντωνακάκης, «Δημήτρης Πικιώνης: Επεξεργασία και αυτοσχεδιασμός», τελευταία επίσκεψη 12 Νοεμβρίου 2018, http://www.eikastikon.gr/kritikesparousiaseis/antonakakis.html. Από το σύνολο του έργου σήμερα αναδεικνύεται το τμήμα του που ενισχύει το «νεοκλασικό όραμα», δηλαδή ο Περίπατος και το Άνδηρο (με θέα τον Παρθενώνα), και λιγότερο το Αναπαυτήριο, δίπλα στην εκκλησία του Λουμπαρδιάρη, το οποίο έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργεί πια ως καφενείο.
28 Η αρχική «Μελέτη Συνολικής Ανάδειξης Αρχαιολογικού Χώρου Φιλοπάππου» (στο πλαίσιο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων και Αναπλάσεων) αναγνώριζε την ανάγκη να ανοίξει το δυτικό τμήμα του Λόφου χωρικά και λειτουργικά προς τις γειτονιές, αίροντας το διαχωριστικό «παραπέτασμα» της περιφερειακής οδού, ώστε να αποκτήσει «ζωή». Η ιδέα δεν έτυχε αποδοχής ή, πάντως, δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Βλ. Αντώνης Νουκάκης κ.ά., «Μελέτη συνολικής ανάδειξης αρχαιολογικού χώρου Φιλοπάππου», Αρχιτέκτονες. Περιοδικό του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών Πανελληνίας Ένωσης Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ) 12, περίοδος Β΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1998): 41-43.
29 Ήδη από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας προτείνεται να αφεθεί αδόμητη όλη η περιοχή, καθώς εντάσσεται στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο γύρω από την Ακρόπολη.
30 Όλγα Δακουρά-Βογιατζόγλου, «Αναδιφώντας την ιστορία των Δυτικών Λόφων», στο Αρχαιολογικές Συμβολές, τ. Β΄, Αττική – Α΄ και Γ΄ Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, επιμ. Σταυρούλα Οικονόμου και Μαρία Δόγκα-Τόλλη (Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2013)· Νουκάκης κ.ά., «Μελέτη αρχαιολογικού χώρου Φιλοπάππου»· Τάσος Σιδέρης, «Λόφοι Μουσών – Πνύκας – Νυµφών: Μια εναλλακτική προσέγγιση για την προστασία και την ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου µέσα στο αστικό τοπίο», στο Πρακτικά Γ΄ Εθνικού Συνεδρίου «Ήπιες επεμβάσεις για την προστασία των ιστορικών κατασκευών: Νέες τάσεις σχεδιασμού», ΤΕΕ – Τμ. Κεντρικής Μακεδονίας, Υπουργείο Πολιτισμού – Εφορεία Νεότερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, 9-11 Απριλίου 2009, Θεσσαλονίκη, 2009, τελευταία επίσκεψη 12 Νοεμβρίου 2018, http://library.tee.gr/digital/m2301_2400/m2394/m2394_contents.htm. Βλ. επίσης το ψηφιακό έργο «Δυτικοί Λόφοι Αθηνών», παραγωγή της Εταιρείας Μελετών Αρχαίας Τοπογραφίας «Δίπυλον» (2019), με την υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση, τελευταία επίσκεψη 15 Δεκεμβρίου 2018, https://athenswesternhills.org/en/timeline/.
31 «Ως οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος (ΟΑΧ) ορίζεται αυτός που ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου και αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας για την ανάδειξη και προβολή του. Οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος μπορεί να είναι και ένας ανασκαφικός χώρος. Ένας αρχαιολογικός χώρος χαρακτηρίζεται ως οργανωμένος με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού μετά από γνώμη του Συμβουλίου». Ο υπουργός και οι κατά περίπτωση αρμόδιοι φορείς του Υπουργείου Πολιτισμού αποφασίζουν για τους όρους και τις προϋποθέσεις επίσκεψης του κοινού, για τις πολιτιστικές ή άλλες εκδηλώσεις που μπορούν να πραγματοποιούνται εντός των ΟΑΧ, για την πρόσβαση ειδικών επιστημόνων σε κινητά μνημεία που φυλάσσονται σε αποθηκευτικούς χώρους, για την παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοση αντιγράφων ή απεικονίσεων (με άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή εμπορικό σκοπό), ενώ με κοινή απόφαση του υπουργού οικονομικών και του υπουργού πολιτισμού καθορίζεται το ύψος του αντιτίμου που καταβάλλεται από το κοινό για την επίσκεψη των οργανωμένων χώρων (Ν. 3028/2002, άρ. 46 και Ν. 4447/2016, άρ. 27).
32 «[Σ]την περίπτωση του κινήματος ενάντια στην περίφραξη του Λόφου του Φιλοπάππου στην Αθήνα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι τα κίνητρα για την κινητοποίηση συνδέονταν με τις πρακτικές που είχαν αναπτυχθεί σε σχέση με το λόφο, όπως οι χρονοχώροι βόλτας, αλλά και με αναμνήσεις, βιώματα και γενικότερες αναπαραστάσεις για το Φιλοπάππο ως ανοικτό χώρο. H πρακτική δηλαδή της κινητοποίησης μπορεί να εκληφθεί ως “απόδειξη” ότι ο συγκεκριμένος χρονοχώρος αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας της γειτονιάς, έστω και με διαφορετικούς τρόπους για τον καθένα και την καθεμία»· βλ. Mαρία Χαϊδοπούλου-Βρυχέα, «Η υπεράσπιση του βιωμένου χώρου: Καθημερινότητα και κοινωνικά κινήματα πόλης/περιφέρειας», στο Κοινωνικά κινήματα πόλης και περιφέρειας/Urban and Regional Social Movements, επιμ. Κρίστη Πετροπούλου, Αθηνά Βιτοπούλου και Χαράλαμπος Τσαβδάρογλου (Θεσσαλονίκη: Ερευνητική Ομάδα/Research Group «Αόρατες Πόλεις/Invisible Cities», 2016), 95, τελευταία επίσκεψη 14 Δεκεμβρίου 2018, https://aoratespoleis.files.wordpress.com/2016/03/ursm2.pdf.
33 Όλες σχεδόν οι μελέτες που έγιναν στο πλαίσιο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων και της δημιουργίας του Μεγάλου Περιπάτου περιλάμβαναν προτάσεις άρσης της λογικής της απλής περίφραξης, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη χωρική και οπτική προσβασιμότητα στους επιμέρους μνημειακούς χώρους, αλλά ελάχιστες συμπεριλήφθηκαν στο στάδιο της εφαρμογής· βλ. Κώστας Φιλιππάκης, «Ο Μεγάλος Περίπατος – Μια κριτική παρουσίαση» (Μεταπτυχιακή εργασία, ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών – Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας, 2010), http://courses.arch.ntua.gr/fsr/134537/Filippakis.pdf. Τη διαφύλαξη της «ανοικτής συνθήκης» υποστήριξε και η ομάδα της Μελέτης για τον Λόφο· βλ. Νουκάκης κ.ά, «Μελέτη αρχαιολογικού χώρου Φιλοπάππου».
34 Τον Δεκέμβριο του 2008 υλοποιήθηκε μια πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την κατάσταση της βλάστησης στον Λόφο Φιλοπάππου σε συνέχεια της έκκλησης της συντονιστικής Επιτροπής Κατοίκων Φιλοπάππου προς ειδικούς επιστήμονες. Στην τεχνική έκθεση επισημαινόταν η κακή κατάσταση του φυτικού υλικού και η ανάγκη άμεσης αποκατάστασής του. Για λεπτομέρειες, βλ. «Επιστημονική έκθεση για τη χλωρίδα του Λόφου Φιλοπάππου», τελευταία επίσκεψη 15 Σεπτεμβρίου 2018, https://filopappou.wordpress.com/2008/12/12/1-3/. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κάτοικοι προβαίνουν, με δική τους πρωτοβουλία, σε φυτεύσεις και έργα συντήρησης (π.χ. πότισμα, κλάδεμα).
35 Τα τελευταία έτη καταγράφονται βίαια περιστατικά, όπως οι ληστείες περιπατητών (σε μία περίπτωση, μάλιστα, οδήγησαν στον τραγικό θάνατο ενός νέου ανθρώπου το καλοκαίρι του 2019). Δεν υπάρχει, ωστόσο, μελέτη που να τεκμηριώνει ότι η συχνότητα και η ένταση του φαινομένου υπερβαίνει εκείνες άλλων περιοχών του αστικού κέντρου ή χώρων του λεκανοπεδίου με ανάλογη έκταση και φυσιογνωμία. Βλ. ενδεικτικά «Φιλοπάππου: Αποφάσεις τώρα, στη σκιά ενός θανάτου», Inside Story (ενημερωτικός ιστότοπος), τελευταία επίσκεψη 16 Σεπτεμβρίου 2018, https://insidestory.gr/article/filopappou-apofaseis-skia-enos-thanatou «Το πεπρωμένο ενός φόνου, με αρχαιοφύλακες σε ρόλο… παρκαδόρου», News 247 (ενημερωτικός ιστότοπος), τελευταία επίσκεψη 16 Σεπτεμβρίου 2018, https://www.news247.gr/koinonia/to-pepromeno-enos-fonoy-me-archaiofylakes-se-rolo-parkadoroy.6643641.html.
36 Catapoti, Skounaki, και Gkoumopoulou, «What Links “Heritage”, “openness” and the “commons”?».
37 Daniel Stokols και Irwin Altma, επιμ., Handbook of Environmental Psychology (Νέα Υόρκη: John Wiley and Sons, 1987)· David Canter, The Psychology of Place (Λονδίνο: Architectural Press, 1977)· Kevin Lynch, The Image of the City (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 1960)· David Uzzell, «Where is the Discipline in Heritage Studies? A View from Environmental Psychology», στο Heritage Studies: Methods and Approaches, επιμ. Marie Louise Stig Sørensen και John Carman (Λονδίνο: Routledge, 2009).
38 Δέσποινα Καταπότη και Γιώργος Βαβουρανάκης, «Parthenon 2.0», στο Αστικές γεωγραφίες: Τοπία και καθημερινές διαδρομές, επιμ. Κρίστη Πετροπούλου και Τιερί Ραμαντιέ (Αθήνα: Καππόν, 2016).
39 Elias Gianniris, «The Urban Social Movement of Open Spaces in Athens, Greece», στο Urban and Regional Social Movements, επιμ. Christy Petropoulou, Athina Vitopoulou, και Charalampos Tsavdaroglou (Θεσσαλονίκη: Ερευνητική Ομάδα/Research Group «Αόρατες Πόλεις/Invisible Cities», 2016), τελευταία επίσκεψη 14 Δεκεμβρίου 2018, https://aoratespoleis.files.wordpress.com/2016/03/ursm2.pdf Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος, «Προστασία και διεκδίκηση δημόσιων χώρων: Ένα κίνημα της πόλης στην Αθήνα του 21ου αιώνα», στο Κοινωνικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα, επιμ. Δημήτρης Εμμανουήλ κ.ά. (Αθήνα: ΕΚΚΕ, 2009).
40 Πλάντζος, Αρχαιολογίες του κλασικού, 269· Niki Sakka, «The Excavation of the Ancient Agora of Athens: The Politics of Commissioning and Managing the Project», στο A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic Identity in Twentieth-Century Greece, επιμ. Dimitris Damaskos και Dimitris Plantzos (Αθήνα: Benaki Museum, 2008).
41 Vavouranakis, «Archaeological Resource Management».
42 «All spaces are socially regulated in some way»· Doreen Massey, For Space (Λονδίνο, Θάουζαντ Οκς, και Νέο Δελχί: Sage Publications, 2005), 152.
43 Πλάντζος, «Διεκδικώντας το τοπίο», 106.
44 Βλ. Stelios Lekakis, «The Cultural Property Debate», στο A Companion to Greek Art, επιμ. Tyler Jo Smith και Dimitris Plantzos (Μόλντεν, Μασαχουσέτη, και Οξφόρδη: Wiley-Blackwell, 2012), όπου και σχετική βιβλιογραφία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alexopoulos, Georgios και Kalliopi Fouseki. «Introduction: Managing Archaeological Sites in Greece». Conservation and Management of Archaeological Sites 15, τχ. 1 (Φεβρουάριος 2013): 1-12.

Anderson, Perry. The Origins of Postmodernity. Λονδίνο: Verso, 1998.

Antoniadou, Sophia, Giorgos Vavouranakis, Ioannis Poulios, και Pavlina Raouzaiou, επιμ. Culture and Perspective at Times of Crisis: State Structures, Private Initiative, and the Public Character of Heritage. Οξφόρδη: Oxbow, 2018.

Αντωνακάκης, Δημήτρης. «Δημήτρης Πικιώνης: Επεξεργασία και αυτοσχεδιασμός». Τελευταία επίσκεψη 12 Νοεμβρίου 2018. http://www.eikastikon.gr/kritikesparousiaseis/antonakakis.html.

Appadurai, Arjun (σε συνεργασία με τους Ashish Chadha, Ian Hodder, Trinity Jachman και Chris Witmore). «The Globalization of Archaeology and Heritage: A Discussion with Arjun Appadurai». Στο The Heritage Reader, επιμ. Graham Fairclough, Rodney Harrison, John H. Jameson, και John Schofield, 209-218. Λονδίνο: Routledge, 2008.

Bianchi, Raoul V. «Place and Power in Tourism Development: Tracing the Complex Articulations of Community and Locality». Pasos 1, τχ. 1 (2003): 13-32. Τελευταία επίσκεψη 10 Οκτωβρίου 2018. http://www.pasosonline.org/Publicados/1103/PS020103.pdf.

Boissevain, Jeremy, επιμ. Coping with Tourists: European Reactions to Mass Tourism. Οξφόρδη: Berghahn Books, 1996.

Γαλάνη-Μουτάφη, Βασιλική. Έρευνες για τον τουρισμό στην Ελλάδα και την Κύπρο: Μια ανθρωπολογική προσέγγιση. Αθήνα: Προπομπός, 2002.

Γαλανίδου, Νένα, επιμ. Μιλώντας στα παιδιά για το παρελθόν: Μια διεπιστημονική προσέγγιση. Αθήνα: Καλειδοσκόπιο, 2012.

Canter, David. The Psychology of Place. Λονδίνο: Architectural Press, 1977.

Carman, John. Against Cultural Property: Archaeology, Heritage and Ownership. Λονδίνο: Duckworth, 2005.

Carman, John. Archaeology and Heritage: An Introduction. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Continuum, 2002.

Catapoti, Despina. «To Own or to Share? The Crisis of the Past at the Onset of the 21st Century». Στο An Archaeology of Land Ownership, επιμ. Maria Relaki και Despina Catapoti, 260-290. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 2013.

Catapoti, Despina, και Maria Relaki. «An Archaeology of Land Ownership: Introducing the Debate». Στο An Archaeology of Land Ownership, επιμ. Maria Relaki και Despina Catapoti, 1-20. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 2013.

Catapoti, Despina, Ioulia Skounaki και Georgia Gkoumopoulou. «What Links “Heritage” , “Openness” and the “Commons” in an Urban Environment? Some Thoughts on the Archaeological Parks of Philopappos Hill and Plato’s Academy in Athens». Στο Cultural Heritage in the Realm of the Commons, επιμ. Stelios Lekakis. Λονδίνο: Ubiquity Press (υπό έκδοση, 2020).

Δακουρά-Βογιατζόγλου, Όλγα. «Αναδιφώντας την ιστορία των Δυτικών Λόφων». Στο Αρχαιολογικές συμβολές, τ. Β’, Αττική – Α’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, επιμ. Σταυρούλα Οικονόμου και Μαρία Δόγκα-Τόλλη, 193-212. Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2013.

Díaz-Andreu, Margarita, και Timothy Champion, επιμ. Nationalism and Archaeology in Europe. Λονδίνο: University College London Press, 1996.

Fotiadis, Michael. «There Ιs a Βlue Εlephant in the Room: From State Institutions to Citizen Indifference». Στο Archaeology in Situ: Sites, Archaeology, and Communities in Greece, επιμ. Anna Stroulia και Susan Buck Sutton, 447-456. Πλύμουθ: Lexington Books, 2010.

Frank, Sybille. «Seminar I: Urban Commons and Urban Heritage, Input for the Urban Heritage Seminar Series, University of Gothenburg, 23rd August 2013». Στο Heritage as Common(s) – Common(s) as Heritage, επιμ. Henric Benesch, Feras Hammami, Ingrid Holmberg, και Evren Uzer, 19-29. Γκέτεμποργκ και Στοκχόλμη: Makadam Publishers, 2015.

Gianniris, Elias. «The Urban Social Movement of Open Spaces in Athens, Greece». Στο Urban and Regional Social Movements, επιμ. Christy Petropoulou, Athina Vitopoulou, και Charalampos Tsavdaroglou, 200-204. Θεσσαλονίκη: Ερευνητική Ομάδα/Research Group «Αόρατες Πόλεις/Invisible Cities», 2016. Τελευταία επίσκεψη 14 Δεκεμβρίου 2018. https://aoratespoleis.files.wordpress.com/2016/03/ursm2.pdf.

Γκουμοπούλου, Γεωργία. «Σχεδιάζοντας στα “κενά” της πόλης. Η εμπειρία μιας μελέτης – Παρουσίαση της μελέτης πολεοδομικού ανασχεδιασμού γειτονιάς Ακαδημίας Πλάτωνος». Διάλεξη σε μεταπτυχιακό μάθημα: Όψεις του Αστικού Τοπίου στον Δημόσιο Χώρο, ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών-Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας, Αθήνα, 2013. Τελευταία επίσκεψη 17 Σεπτεμβρίου 2018. http://courses.arch.ntua.gr/108623.html.

Hall, Stuart. «Whose Heritage? Un-settling “The Heritage” , Re-imagining the Postnation». Στο The Heritage Reader, επιμ. Graham Fairclough, Rodney Harrison, John H. Jameson, και John Schofield, 219-228. Λονδίνο: Routledge, 2008.

Hamilakis, Yannis, και Philip Duke, επιμ. Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics. Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007.

Harrison, Rodney. Heritage: Critical Approaches. Άμπινγκτον: Routledge, 2013.

Harvey, David. The Condition of Postmodernity. Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1989.

Hazan, Susan. «A Crisis of Authority: New Lamps for Old». Στο Theorizing Digital Cultural Heritage: A Critical Discourse, επιμ. Fiona Cameron και Sarah Kenderdine, 133-147. Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 2007.

Hodder, Ian. The Archaeological Process: An Introduction. Οξφόρδη: Blackwell, 1999.

—————. «A response to Yannis Hamilakis». Journal of Mediterranean Archaeology 12, τχ. 1 (1999): 83-85.

Holtorf, Cornelius. From Stonehenge to Las Vegas: Archaeology as Popular Culture. Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Altamira Press, 2005.

Jameson, Fredric. «Postmodernism, or the Cultural Logic of Late Capitalism». New Left Review 146 (1984): 53-92.

Καβουλάκος, Κάρολος-Ιωσήφ. «Προστασία και διεκδίκηση δημόσιων χώρων: Ένα κίνημα της πόλης στην Αθήνα του 21ου αιώνα». Στο Κοινωνικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου Αιώνα, επιμ. Δημήτρης Εμμανουήλ κ.ά., 387-426. Αθήνα: ΕΚΚΕ, 2009.

Καταπότη, Δέσποινα, και Γιώργος Βαβουρανάκης. «Parthenon 2.0.» Στο Αστικές γεωγραφίες: Τοπία και καθημερινές διαδρομές, επιμ. Κρίστη Πετροπούλου και Τιερί Ραμαντιέ, 196-207. Αθήνα: Καππόν, 2016.

Kehoe, Alice B. «Archaeology within Marketing Capitalism». Στο Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics, επιμ. Yannis Hamilakis και Philip Duke, 169-178. Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007.

Lekakis, Stelios. «The Cultural Property Debate». Στο A Companion to Greek Art, επιμ. Tyler Jo Smith και Dimitris Plantzos, 683-697. Μόλντεν, Μασαχουσέτη, και Οξφόρδη: Wiley-Blackwell, 2012.

Little, Barbara J. «Public Benefits of Public Archaeology». Στο The Oxford Handbook of Public Archaeology, επιμ. Robin Skeates, Carol McDavid, και John Carman, 395-413. Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2012.

Lowenthal, David. «The Past as a Theme Park». Στο Theme Park Landscapes: Antecedents and Variants, επιμ. Terence Young και Robert Riley, 11-24. Ουάσινγκτον: Dumbarton Oaks Press, 2002.

Lynch, Kevin. The Image of the City. Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 1960.

Massey, Doreen. For Space. Λονδίνο, Θάουζαντ Οκς, και Νέο Δελχί: Sage Publications, 2005.

Mathers, Clay, Timothy Darvill, και Barbara J. Little, επιμ. Heritage of Value, Archaeology of Renown: Reshaping Archaeological Assessment and Significance. Γκέινσβιλ: University Press of Florida, 2005.

McComas, William F. «Scientific Openness». Στο The Language of Science Education, επιμ. William F. McComas. Ρότερνταμ: Sense Publishers, 2014.

Merriman, Nick, επιμ. Public Archaeology. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 2004.

Nicholas, George, και Julie Hollowell. «Ethical Challenges to a Postcolonial Archaeology: The Legacy of Scientific Colonialism». Στο Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics, επιμ. Yannis Hamilakis και Philip Duke, 59-82. Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007.

Νουκάκης, Αντώνης, Β. Γιαννάκης, Μ. Τυλιανάκης, Ν. Χατζηκυριάκος, Γ. Χατζηδημητρίου, Γ. Σιγάλας, Γ. Μπριλλάκης κ.ά. «Μελέτη συνολικής ανάδειξης αρχαιολογικού χώρου Φιλοπάππου». Αρχιτέκτονες. Περιοδικό του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών Πανελληνίας Ένωσης Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ) 12, περίοδος Β’ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1998): 41-43.

Olsen, Bjørnar. «Symmetrical Αrchaeology». Στο Archaeological Theory Today: Second edition, επιμ. Ιan Hodder, 208-228. Κέμπριτζ: Polity Press, 2012.

Παναγιωτόπουλος, Μανώλης, και Τάνια Χατζηευθυμίου, «Επιστροφή στην Ακαδημία». Αρχαιολογία και Τέχνες 123 (Απρίλιος 2017): 58-77.

Pels, Peter. «The Anthropology of Colonialism: Culture, History and the Emergence of Western Governmentality». Annual Review of Anthropology 26 (1997): 163-183.

Πικιώνη, Αγνή, επιμ. Δημήτρη Πικιώνη Έργα Ακροπόλεως. Αθήνα: Ίνδικτος, 2001.

Πλάντζος, Δημήτρης. Αρχαιολογίες του κλασικού: Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014.

Πλάντζος, Δημήτρης. «Διεκδικώντας το τοπίο: αντικρουόμενες προσεγγίσεις στη χρήση του Φιλοπάππου». Στο Τέχνη – Χώρος – Όψεις aνάπτυξης στην Ελλάδα της κρίσης, επιμ. Αργυρώ Λουκάκη και Δημήτρης Πλάντζος, 95-115. Αθήνα: Λειμών, 2018.

Πούλιος, Ιωάννης. «Διαχείριση υλικής πολιτισμικής κληρονομιάς, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη». Στο Πολιτισμική διαχείριση, τοπική κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα, 32-54. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015. Τελευταία επίσκεψη 14 Δεκεμβρίου 2018. https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2395

Sack, Robert David. Human Territoriality: Its Theory and History. Κέμπριτζ: Cambridge University Press, 1986.

Sakka, Niki. «The Excavation of the Ancient Agora of Athens: The Politics of Commissioning and Managing the Project». Στο A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic Identity in Twentieth-Century Greece, επιμ. Dimitris Damaskos και Dimitris Plantzos, 111-124. Αθήνα: Benaki Museum, 2008.

Σιδέρης, Τάσος. «Λόφοι Μουσών – Πνύκας – Νυµφών: Μια εναλλακτική προσέγγιση για την προστασία και την ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου µέσα στο αστικό τοπίο». Στο Πρακτικά Γ’ Εθνικού Συνεδρίου «Ήπιες επεμβάσεις για την προστασία των ιστορικών κατασκευών: Νέες τάσεις σχεδιασμού», ΤΕΕ – Τμ. Κεντρικής Μακεδονίας, Υπουργείο Πολιτισμού – Εφορεία Νεότερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, 9-11 Απριλίου 2009, Θεσσαλονίκη, 2009. Τελευταία επίσκεψη 15 Νοεμβρίου 2018. http://library.tee.gr/digital/m2301_2400/m2394/m2394_contents.htm.

Silberman, Neil A. «Sustainable Heritage? Public Archaeological Interpretation and the Marketed Past». Στο Archaeology and Capitalism: From Ethics to Politics, επιμ. Yannis Hamilakis και Philip Duke, 179-194. Γουόλνατ Κρικ, Καλιφόρνια: Left Coast Press, 2007.

Smith, Laurajane. Archaeological Theory and the Politics of Cultural Heritage. Λονδίνο: Routledge, 2004.

—————. «Towards a Theoretical Framework for Archaeological Heritage Management». Στο The Heritage Reader, επιμ. Graham Fairclough, Rodney Harrison, John H. Jameson, και John Schofield, 62-74. Λονδίνο: Routledge, 2008.

Smith, Laurajane, και Emma Waterton, επιμ. Heritage, Communities and Archaeology. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Bloomsbury, 2009.

Stokols, Daniel, και Irwin Altma, επιμ. Handbook of Environmental Psychology. Νέα Υόρκη: John Wiley and Sons, 1987.

Stroulia, Anna, και Susan Buck Sutton. «Archaeological Sites and the Chasm between Past and Present». Στο Archaeology in Situ: Sites, Archaeology, and Communities in Greece, επιμ. Anna Stroulia και Susan Buck Sutton, 3-50. Πλύμουθ: Lexington Books, 2010.

Thomas, Julian. Archaeology and Modernity. Λονδίνο: Routledge, 2004.

Φιλιππάκης, Κώστας. «Ο Μεγάλος Περίπατος – Mια κριτική παρουσίαση». Μεταπτυχιακή εργασία, ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών – Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας, 2010. Τελευταία επίσκεψη 15 Νοεμβρίου 2018. http://courses.arch.ntua.gr/fsr/134537/Filippakis.pdf.

Urry, John. The Tourist Gaze: Leisure and Travel in Contemporary Societies. Λονδίνο: Sage Publications, 1990.

Uzzell, David. «Where is the Discipline in Heritage Studies? A View from Environmental Psychology». Στο Heritage Studies: Methods and Approaches, επιμ. Marie Louise Stig Sørensen και John Carman, 326-333. Λονδίνο: Routledge, 2009.

Vavouranakis, Giorgos. «Archaeological Resource Management in Greece: State, Private, Public and Common». Στο Culture and Perspective at Times of Crisis: State Structures, Private Initiative, and the Public Character of Heritage, επιμ. Sophia Antoniadou, Giorgos Vavouranakis, Ioannis Poulios, και Pavlina Raouzaiou, 22-39. Οξφόρδη: Oxbow, 2018

Voudouri, Daphne. «Greek Legislation concerning the International Movement of Antiquities and its Ideological and Political Dimensions». Στο A Singular Antiquity: Archaeology and Hellenic Identity in Twentieth-Century Greece, επιμ. Dimitris Damaskos και Dimitris Plantzos, 125-139. Αθήνα: Benaki Museum, 2008.

Walsh, Kevin. The Representation of the Past: Museums and Heritage in the Postmodern World. Λονδίνο: Routledge, 1992.

White, Ηayden. Metahistory: The Historical Imagination of Nineteenth-Century Europe. Βαλτιμόρη: John Hopkins University Press, 1973.

Wylie, Alison. «The Promises and Perils of an Ethic of Stewardship». Στο Embedding Ethics: Shifting boundaries of the Anthropological Profession, επιμ. Lynn Meskell και Peter Pels, 47-68. Οξφόρδη: Berg, 2005.

Χαζάπης, Aντώνης. «Οράματα και σχεδιασμοί για την πόλη: Το παράδειγμα της Ακαδημίας Πλάτωνος». Εισήγηση στο Δ’ Πανελλήνιο Συνέδριο Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, 24-27 Σεπτεμβρίου 2015, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΤΜΧΠΠΑ), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2015. Τελευταία επίσκεψη 15 Νοεμβρίου 2018. https://www.citybranding.gr/2016/01/blog-post_11.html.

Χαϊδοπούλου-Βρυχέα, Mαρία. «Η υπεράσπιση του βιωμένου χώρου: καθημερινότητα και κοινωνικά κινήματα πόλης/περιφέρειας». Στο Κοινωνικά κινήματα πόλης και περιφέρειας/Urban and Regional Social Movements, επιμ. Κρίστη Πετροπούλου, Αθηνά Βιτοπούλου και Χαράλαμπος Τσαβδάρογλου, 94-104. Θεσσαλονίκη: Ερευνητική Ομάδα/Research Group «Αόρατες Πόλεις/Invisible Cities», 2016. Τελευταία επίσκεψη 14 Δεκεμβρίου 2018. https://aoratespoleis.files.wordpress.com/2016/03/ursm2.pdf.

Χαμηλάκης, Γιάννης. Το έθνος και τα ερείπιά του: αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα. Μετάφραση Νεκτάριος Καλαϊτζής. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012.

Yalouri, Εleana. The Acropolis: Global Fame, Local Claim. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Berg, 2001.

Zarkia, Cornelia. «Philoxenia Receiving Tourists –but not Guests– on a Greek Island». Στο Coping with Tourists: European Reactions to Mass Tourism, επιμ. Jeremy Boissevain, 143-173. Οξφόρδη: Berghahn Books, 1996.





|
Ψηφιακή βιβλιοθήκη ΚΕΑΕ | PIXELS@humanities 2018
Logo1 Plus Minus black gray white orange