Ἐτυμολογικὰ


Δημοσιευμένα: Oct 22, 2024
Νικόλαος Ανδριώτης
Περίληψη

Ο συγγραφέας προτείνει νέες ετυμολογήσεις για τις λέξεις: 1. ἀλιμπερδίτσα: υποκοριστικό του ἀλαμπάρδα (πβ. ιταλ. alabarda, γαλλ.  Hallebarde = δόρυ με σιδερένια αιχμή). 2. ἀλουγουβόρ’: η λέξη συνάπτεται προς τον ηπειρώτικο τύπο ἀλογοβορός (= μάντρα αλόγων) με επέκταση της σημασίας ώστε να δηλώνει ευάερο μέρος, όπως συνήθως οι μάνδρες μεγάλων ζώων (αλόγων ή βοδιών), 3. ἁρμός: (= λόφος) υποχωρητικός σχηματισμός από το ἁρμάκι, υποκοριστικό του ἅρμακας (= βραχώδες ύψωμα). Συνεπώς,  ἁρμάκι > ἁρμὶ > ἁρμός, 4. γαρνό: (=αἴγαγρος) η λέξη σχετίζεται με το κυπριακό ἀγρινόν < ἀγρηινός, 5. ἔμπρῳρον: (= πλοίο με κλίση προς την πρώρα), η λέξη είναι αρχαία. Η επιβίωσή της στα νεοελληνικά ιδιώματα μαζί με την λέξη ἔμπρυμος καταδηλώνει επίσης την αρχαία προέλευσή της, 6. dυγας: (= κτιστή περιφέρεια αλωνιού) από το αρχαίο ἄντυξ  (= περιφέρεια) με αλλαγή γένους σε μεταγενέστερη φάση, 7. μονοτάρου/ μονιτάρου: (= επίρρ. συγχρόνως, αμέσως), σύνθετο από τα μόνος και ταρός (= χρόνος) με την σημασία συγχρόνως (πβ. μόνωρα, μονοστιγμῆς), 8. μωρικᾶτο (= σεληνιασμός), μορφολογικά συνδέεται με την λέξη μωρό και παραπέμπει στους παιδικούς σπασμούς. Η σημασία σεληνιασμός οφείλεται σε σημασιολογική επέκταση, 9. προηλικέστερος: (= πρεσβύτερος) από το αμάρτυρο προῆλιξ > προήλι-κας, 10. σκλῶππος: (= παιδικό παιχνίδι που θυμίζει ξύλινο τουφέκι) από το μεσαιωνικό σκλῶππος/σκλώππα (= είδος όπλου) μέσω του λατινικό stloppus/ scloppus (= πάταγος, θόρυβος), 11. σ̑μούρτου: (= γυναικείο αιδοίο) από το αρχαίο μύρτον (= μυρσίνη, μυρτιά) αλλά και με την σημασία αιδοίο ήδη από την αρχαιότητα, 12. σύμπεκα: (= επίρρ. σύρριζα, σύγκορμα) από το επίθετο σύμπεκος σύνθετο από τα σύν και πέκος (= φλοιός φυτού) και 13. φαdράλ̑’: (ξύλο με το οποίο μετακινούν στον φούρνο τα κλαδιά που καίγονται) από τον τύπο βατράλι (= πυράγρα) με μετάθεση της ηχηρότητας.

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Άρθρα
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.