Ἐτυμολογικὰ
Abstract
Ο συγγραφέας προτείνει νέες ετυμολογήσεις για τις λέξεις: 1. ἀλιμπερδίτσα: υποκοριστικό του ἀλαμπάρδα (< ιταλ. alabarda). 2. ἀλουγουβόρ’: από το ἀλογοβορός (= μάντρα αλόγων) με επέκταση σημασίας ώστε να δηλώνει ευάερο μέρος 3. ἁρμός: (= λόφος) υποχωρητικός σχηματισμός από το ἁρμάκι, υποκοριστικό του ἅρμακας (= βραχώδες ύψωμα). 4. γαρνό: (= αἴγαγρος) σχετίζεται με το κυπριακό ἀγρινόν < ἀγρηινός, 5. ἔμπρῳρον: (= πλοίο με κλίση προς την πρώρα), η λέξη είναι αρχαία. Η επιβίωσή της στα νεοελληνικά ιδιώματα μαζί με την λέξη ἔμπρυμος καταδηλώνει επίσης την αρχαία προέλευσή της, 6. ἔdυγας: (= κτιστή περιφέρεια αλωνιού) από το αρχαίο ἄντυξ (= περιφέρεια) 7. μονοτάρου/ μονιτάρου: (= επίρρ. συγχρόνως, αμέσως), σύνθετο από τα μόνος και ταρός (= χρόνος) με την σημασία συγχρόνως 8. μωρικᾶτο (= σεληνιασμός), συνδέεται με την λέξη μωρό και παραπέμπει στους παιδικούς σπασμούς. 9. προηλικέστερος: (= πρεσβύτερος) από το αμάρτυρο προῆλιξ > προήλικας, 10. σκλῶππος: (= παιδικό παιχνίδι που θυμίζει ξύλινο τουφέκι) από το μεσαιωνικό σκλῶππος/σκλώππα (= είδος όπλου) μέσω του λατινικό stloppus/ scloppus (= πάταγος, θόρυβος), 11. σ̑μούρτου: (= γυναικείο αιδοίο) από το αρχαίο μύρτον (= μυρσίνη, μυρτιά) αλλά και με την σημασία αιδοίο ήδη από την αρχαιότητα, 12. σύμπεκα: (= επίρρ. σύρριζα, σύγκορμα) σύνθετο από τα σύν και πέκος (= φλοιός φυτού) και 13. φαdράλ̑’: (ξύλο συνδαυλίσματος) από τον τύπο βατράλι (= πυράγρα) με μετάθεση ηχηρότητας.
Article Details
- Section
- Articles