Ο ανοικτός αρχαιολογικός χώρος ως εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης σε αστικό περιβάλλον: το Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος και ο Λόφος Φιλοπάππου


Δέσποινα Καταπότη
Ιουλία Σκουνάκη
Γεωργία Γκουμοπούλου
Περίληψη

Εκκινώντας από μια καταρχήν περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του κυρίαρχου μοντέλου διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων, το οποίο συμβατικά ονομάζεται «κλειστό», η έρευνα έχει ως στόχο αφενός να καταδείξει την ύπαρξη εξαιρέσεων στον κανόνα και αφετέρου να ανιχνεύσει τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις εφαρμογής ενός διαφορετικού μοντέλου διαχείρισης των χώρων αυτών στο ελληνικό αστικό περιβάλλον, ενός μοντέλου που χαρακτηρίζεται ως «ανοιχτό». Ως πεδίο έρευνας ορίζεται η πόλη της Αθήνας και εξετάζονται ειδικότερα, ως μελέτες περίπτωσης, δύο ιδιάζοντες αρχαιολογικοί χώροι, η Ακαδημία Πλάτωνος και ο Λόφος Φιλοπάππου, οι οποίοι λειτουργούν ταυτόχρονα ως προστατευόμενοι τόποι προβολής της αρχαιολογικής κληρονομιάς και ως χώροι πρασίνου, περιπάτου και αναψυχής με ελεύθερη πρόσβαση. Ο «υβριδικός» χαρακτήρας των χώρων τούς καθιστά παραδειγματικές εξαιρέσεις στον κανόνα και υπαγορεύει καταρχάς την αναγνώριση ότι υπάρχει ένα μοντέλο διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων διακριτό από το ηγεμονικό, και στη συνέχεια τη διερεύνηση της εννοιολογικής οριοθέτησής του, της ιστορικής διαδρομής και της λειτουργίας του, με στόχο τη συγκρότηση ενός θεωρητικού πλαισίου για την κατανόηση, την αξιολόγηση και την περαιτέρω εφαρμογή του.

Η έρευνα συνιστά πρωτότυπη και καινοτόμο εργασία, καθώς συμβάλλει στην κάλυψη ενός σημαντικού κενού της διεθνούς και της εγχώριας βιβλιογραφίας ως προς την αποσαφήνιση της έννοιας της «ανοικτότητας», αλλά και ως προς τη χαρτογράφηση των τρόπων διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα, καθώς και στη συστηματοποίηση και την ανάλυση των ιστορικών, αξιακών, χωρικών και διαχειριστικών παραμέτρων που υποδεικνύουν την ταυτότητα, τη μορφή και τις κοινωνικές λειτουργίες των χώρων αυτών. Με δεδομένο τον μεγάλο και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των αρχαιολογικών χώρων στη χώρα μας, το εν λόγω ερευνητικό εγχείρημα προκύπτει ως ανάγκη να διευρυνθούν ο προβληματισμός και οι επιλογές ως προς τις πρακτικές διαχείρισης και ανάδειξής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που θέτει η σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα των ελληνικών πόλεων, καθώς και τα πληθυντικά οράματα και συμφέροντα των διάφορων υποκειμένων που εμπλέκονται στην παραγωγή, τον σχεδιασμό και τη χρήση των μνημειακών χώρων.

Μεθοδολογικά, η έρευνα εφαρμόζει τη μουσειολογική και πολεοδομική διεπιστημονική προσέγγιση προκειμένου να αναδειχτούν και να αναλυθούν επαρκώς τόσο η διάσταση της σχέσης με το «έξω», δηλαδή των αρχαιολογικών χώρων με το ευρύτερο αστικό περιβάλλον τους, όσο και εκείνη της λειτουργίας «εντός», δηλαδή σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο άνθρωποι και μνημεία συνδιαλέγονται μέσα σε ένα οριοθετημένο σύστημα και σε αναφορά με τους χωρικούς και νοηματικούς τρόπους «ανάγνωσης»/αφήγησης των μνημείων που έχει θέσει σε κάθε περίπτωση ο μουσειολογικός σχεδιασμός. Μέσα ακριβώς από την ανάγνωση ενός πλαισίου δυνατοτήτων λειτουργίας και διαχείρισης των αρχαιολογικών χώρων εντός του αστικού ιστού με όρους «ανοικτότητας» και διαλόγου με το χωρικό και το κοινωνικό περιβάλλον τους, η έρευνα επιχειρεί εντέλει να εκβάλει σε συμπεράσματα σχετικά με την ένταξη των χώρων στην καθημερινή ζωή της σύγχρονης πόλης και να συμβάλει στην ανανέωση εννοιών και αρχών όπως η «απόλυτη προστασία» (των μνημείων), η «βιωσιμότητα», η «συμμετοχικότητα», αλλά και ευρύτερα, στην ανανέωση αυτής καθαυτής της σημασίας που έχουν οι αρχαιολογικοί και μνημειακοί τόποι για τη συγκρότηση της ιστορικής γνώσης και της συνείδησης, καθώς και για την ποιοτική αναβάθμιση της αστικής καθημερινότητας.

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Άρθρα
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.