Δύο ουσσάπτια από φαγεντιανή στην Αιγυπτιακή Συλλογή του Μουσείου Μπενάκη


Δημοσιευμένα: Αυγ 10, 2018
Amanda-Alice Maravelia
Περίληψη

Στην παρούσα μελέτη εξετάζονται δύο ουσσάπτια από φαγεντιανή που βρίσκονται στην κατοχή του Μουσείου Μπενάκη. Το πρώτο ταφικό αγαλμάτιο (τύπου VIIIa2/ W21-H4-I5-B15-Tp7b) χρονολογείται από την εποχή της XXI Δυναστείας (περ. 1070-945 π.Χ.) και αποτελεί τυπικό παράδειγμα ουσσαπτίου της περιόδου αυτής και της αμέσως επόμενης (πρώιμη XXII Δυναστεία, περ. 900 π.Χ.). Έχει χρώμα κυανό, η κατάσταση διατήρησης του είναι κακή και παρουσιάζει έντονες αποκρούσεις. Ορατά είναι ίχνη ιώδους χρωστικής, για την απεικόνιση των δύο επιζωγραφισμένων αρότρων που κρατά η μορφή. Το αντικείμενο αυτό φέρει σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένη επιγραφή, η οποία είχε αποδοθεί με χρήση της ίδιας ιώδους χρωστικής και της οποίας μόνον ίχνη διασώζονται πλέον (συγκεκριμένα το σύμβολο τατ). Το δεύτερο ταφικό αγαλμάτιο (τύπου Xlal/W36-H4- Ι8-Β28-Τρ0) χρονολογείται από την εποχή της XXX Δυναστείας (380-343 π.Χ.) και αποτελεί επίσης τυπικό παράδειγμα αυτής της περιόδου, και κυρίως της τελευταίας γηγενούς Δυναστείας πριν από τη δεύτερη περσική κατάκτηση της Αιγύπτου. Έχει χρώμα σκουρόχρωμο κυανό και η κατάσταση διατήρησης του είναι σχεδόν άψογη. Η κεφαλή, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η φενάκη, το πλεκτό λειτουργικό υπογένειο, και τα γεωργικά εργαλεία (άροτρο, σχοινί και σκαπάνη) που φέρει η εν λόγω μορφή έχουν αποδοθεί άψογα σε έκτυπο ανάγλυφο, αν και ορισμένα μέρη τους είναι αποχρωματισμένα λόγω αποκόλλησης του κυανού πολτού της φαγεντιανής. Τα ουσσάπτια (αρχ. αιγ.: wsbty.iv) είναι συνήθως μικρού μεγέθους αγαλμάτια, τα οποία παρίσταναν τον νεκρό μουμιοποιημένο, κρατώντας γεωργικά εργαλεία, όπως άροτρα, σκαπάνες κ.λπ. Πολλά ήταν ανεπίγραφα, ενώ αρκετά έφεραν σύντομη επιγραφή με το όνομα και τον τίτλο του νεκρού, χαρακτηρίζοντας τον ως φωτισμένο Όσιρι (αρχ. αιγ.: shd Wsìr). Τα μεγαλύτερα από αυτά έφεραν μαγική επωδό, η οποία θα συντελούσε στη δυνητική τους ζωοποίηση και στην πρόθυμη προσέλευση τους στους αγρούς, μόλις ο νεκρός που παρίσταναν τα καλούσε. Επρόκειτο συνήθως για παραλλαγή της Επωδού 6 της Βίβλου των νεκρών, η βασική μορφή της οποίας παρέμεινε η ίδια από το Νέο Βασίλειο έως και την Ύστερη Περίοδο. Τα αγαλμάτια αυτά τοποθετούνταν στις διάφορες ταφές (τόσο των βασιλέων όσο και των απλών ανθρώπων) ήδη από το Μέσο Βασίλειο σε μεγάλες ποσότητες (αρχικά ένα, αλλά από το Νέο Βασίλειο πολλές φορές 365, ένα για κάθε μέρα του χρόνου, συν 36 επιστάτες, συνολικά 401), αρκετές φορές μέσα σε κιβώτια. Τα ουσσάπτια κατασκευάζονταν από διάφορα υλικά, όπως φαγεντιανή, επιχρωματισμένο ξύλο, ασβεστόλιθο, ορείχαλκο, κερί κ.λπ. Κατ' αυτό τον τρόπο τα ουσσάπτια, μπορώντας να ενεργοποιηθούν με θαυματουργικό τρόπο από τη μαγική ευχή ανά πάσα στιγμή, ήταν σε θέση να υποκαταστήσουν τον νεκρό στις κοπιώδεις αγγαρείες, τη στιγμή κατά την οποία θα απολάμβανε την παραδείσια γαλήνη. Έτσι τα μακάρια πνεύματα (αρχ. αιγ.: lh.iv) θα μπορούσαν να "γεύονται" στο διηνεκές τις απολαύσεις της τροφής, των ποτών, της δροσερής αύρας και να αγάλλονται παίζοντας το όμορφο παιχνίδι ζενέτ (ένα είδος ζατρικίου, αρχ. αιγ.: zn.t), μαζί με τους αγαπημένους τους, αλλά και να λατρεύουν τις θεότητες σε άμεση επαφή μαζί τους. Ας σημειωθεί ότι η ονομασία αυτών των μαγικών αγαλματίων είναι αρχαία αιγυπτιακή που σημαίνει άποκρινόμενος, απαντών [από το ασθενές ρήμα wsb(i)]. Τα ουσσάπτια συνιστούν την εξέλιξη των αρχαιότερων ταφικών αγαλμάτων του Αρχαίου Βασιλείου που αποτελούσαν πιστά αντίγραφα των νεκρών. Τα ουσσάπτια της πρώιμης περιόδου του Νέου Βασιλείου συνοδεύονταν πολλές φορές από σκαπάνες και καλάθια, δηλαδή ομοιώματα των γεωργικών εργαλείων που χρειάζονταν στους αγρούς του παραδείσου. Από την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο και εξής μερικά ουσσάπτια επιστατών (που υποτίθεται ότι θα επέβλεπαν την εργασία των απλών ουσσαπτίων) συνοδεύονταν από μαστίγιο, ενώ κατά την Ύστερη Περίοδο το μαστίγιο άρχισε να αποτελεί ενιαίο τμήμα του αγαλματίου. Επίσης, τα εν λόγω αγαλμάτια του Νέου Βασιλείου δεν φέρουν πάντοτε τα ενδύματα-περιτυλίξεις της ταρίχευσης, αλλά κανονικά φορέματα. Κατά την Ύστερη Περίοδο, το κυριότερο υλικό για την κατασκευή τους ήταν η φαγεντιανή, ενώ τα καλύτερης ποιότητας παραδείγματα προέρχονται από την ίδια περίοδο (Δυναστείες XXVI-XXX). Πράγματι, η ποιότητα κατασκευής τους ποικίλλει, και ενώ τα χειρότερα -συνήθως ξύλινα- δείγματα προέρχονται από τη XVII Δυναστεία, κατά το Νέο Βασίλειο υφίστανται πολλές περιπτώσεις εξαίρετης τέχνης ουσσαπτίων. Επίσης η ποσότητα τους διέφερε από περίοδο σε περίοδο και από ταφή σε ταφή. Στην περίπτωση της ταφής του φαραώ Σήθου Α', πατέρα του Ραμεσσή Β' (του Μεγάλου), βρέθηκαν περίπου 700 τέτοια μαγικά αγαλμάτια. Η αύξηση της ποσότητας των ουσσαπτίων σε διάφορες ταφές οδήγησε στην κατασκευή ειδικών κιβωτίων, συνήθως ξύλινων, τα λεγόμενα κιβώτια ουσσαπτίων. Η χρήση τους περιορίσθηκε πάρα πολΰ κατά την Πτολεμάΐκή Περίοδο, προς το τέλος της οποίας εξέλιπαν

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Μελέτες
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Τα περισσότερο διαβασμένα άρθρα του ίδιου συγγραφέα(s)