"Λόγιες απολαύσεις". Δυο φορητοί ζωγραφισμένοι χάρτες σε ελληνικές συλλογές


Δημοσιευμένα: Αυγ 10, 2018
George Tolias
Περίληψη

Ο αναγεννησιακός χάρτης αποτελεί ταυτόχρονα εργαλείο γνώσης και αντικείμενο αισθητικής απόλαυσης. Με τη διπλή τους γνωστική και αισθητική ιδιότητα, οι ζωγραφισμένοι χάρτες λειτουργούν ως οπτικά εργαλεία που καθιστούν δυνατή τη σύνδεση του αόρατου με το ορατό και, ταυτοχρόνως, ως καλλιτεχνήματα που επιτρέπουν τη μετατροπή του φυσικού δημιουργήματος σε ανθρώπινο επινόημα και κατασκεύασμα. Οι δύο αυτές λειτουργίες εμφανίζονται αλληλένδετες στα θεωρητικά κείμενα της εποχής. Οι φορητοί ζωγραφισμένοι χάρτες αποτελούν μέρος της παράδοσης των ζωγραφισμένων χαρτών. Συνδέονται με την παραγωγή αυτοτελών χαρτών σε περγαμηνή (πορτολάνοι και mappaemundi), κυρίως όμως με την παραγωγή τοιχογραφη μένων χαρτών, των οποίων μετατρέπουν τη δημόσια λειτουργία σε ιδιωτική. Οι ζωγραφισμένοι χάρτες έλκουν την καταγωγή τους από τη μικρογραφική τοπογραφική παράδοση. Στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, ο χάρτης καθίσταται σταδιακά ένα συμπληρωματικό εργαλείο ανάγνωσης και κατανόησης του κειμένου, έως ότου αυτονομηθεί από το κείμενο και αποβεί ξεχωριστό, αυτοτελές αντικείμενο. Η κατοχή και η έκθεση φορητών ζωγραφισμένων χαρτών, προσέλαβε σημαντικές διαστάσεις κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα, όπως προκύπτει από τις απογραφές της κινητής περιουσίας ηγεμόνων, πατρικίων, αξιωματούχων αλλά και πληβείων σε διάφορα κέντρα της Αναγέννησης (Φλωρεντία, Βενετία, Μοδένα, Μάντοβα, Άμστερνταμ αλλά και στις αυλές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ουγγαρίας). Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της παραγωγής φορητών ζωγραφισμένων χαρτών σημαντικότερα είναι το εμπορικό ενδιαφέρον που παρουσίαζαν, οι μεγαλύτερες καλλιτεχνικές τους δυνατότητες (χρωματισμός, αντοχή υλικών), η ευελιξία στην έκθεση και η διασφάλιση των απόρρητων τοπογραφικών πληροφοριών. Η παράδοση των φορητών ζωγραφισμένων χαρτών επέδρασε στη χρήση των έντυπων χαρτών (επιχρωματισμός και έκθεση). Ο χάρτης της Ελλάδας του Μουσείου Μπενάκη με αρ. ευρ. 33115 (εικ. 2), είναι ανυπόγραφος και αχρονολόγητος. Είναι ζωγραφισμένος με τέμπερα σε ξύλο, έχει διαστάσεις 110 x 88 εκ. και δωρίθηκε στο μουσείο από την Η. Kecveis-Tobler το 1997. Το έργο σχετίζεται με τον χάρτη της Ελλάδας στη Guardaroba των Μεδίκων, τον πρώτο αναγεννησιακό κύκλο ζωγραφισμένων χαρτών που επιμελήθηκαν ο Ignazio Danti (1563-1575) και ο Stefano Buonsignori (1576-1586). Τον χάρτη της Ελλάδας στη Guardaroba φιλοτέχνησε ο Stefano Buonsignori το 1585 (εικ. 3). Τα δύο έργα στηρίζονται στην ανανεωμένη πτολεμάίκή χαρτογραφία της Ελλάδας, ιδίως την ιταλική (Giacomo Gastaldi, 1548-1560) (εικ. 4) που ενσωματώνει δεδομένα και τεχνικές από την παραγωγή των ναυτικών χαρτών-πορτολάνων της βενετικής ιδίως σχολής (Γεώργιος Σιδερής) (εικ. 5). Οι διαφορές μεταξύ των δύο έργων εντοπίζονται στην απόκλιση στον υπολογισμό των μεσημβρινών, στην απουσία μαρτελογίου στον ελληνικό χάρτη, σε διαφορές στην τοπωνυμία, τη θέση και τον διάκοσμο του επίτιτλου κοσμήματος (που δανείζεται στοιχεία από άλλον χάρτη του ίδιου κύκλου (εικ. 6-7), όπως και γενικότερα στον διάκοσμο των χαρτών. Το αθηναϊκό έργο ακολουθεί διακοσμητικές πρακτικές που συναντάμε σε έναν άλλο μεγάλο κύκλο χαρτογραφικής διακόσμησης, τη Στοά των Γεωγραφικών Χαρτών στο Βατικανό (1579-1581), που επιμελήθηκε ο Egnazio Danti (εικ. 8-9). Οι διαφορές αυτές επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το έργο αντιγράφηκε επιτόπου, και ενδεχομένως πριν ολοκληρωθεί ο χαρτογραφικός διάκοσμος της Guardaroba. Ο χάρτης της Κέρκυρας της Συλλογής Κυριαζοπούλου (εικ. 10) είναι και αυτός ανυπόγραφος και αχρονολόγητος, ζωγραφισμένος με την τεχνική της τέμπερας σε ξύλο, και διαστάσεων 35,7 x 38 εκ. Πρόκειται για ένα μικρότερο έργο, με αρκετές φθορές, το οποίο στηρίζεται στον χάρτη-τοιχογραφία της Κέρκυρας, που περιλαμβάνεται στη Στοά των Γεωγραφικών Χαρτών του Βατικανού (εικ. 11-12), τη χαρτογραφική ευθύνη της οποίας είχε ο δομινικανός Egnazio Danti, κοσμογράφος του πάπα από το 1580 και μετά. Ο χάρτης της Κέρκυρας της Συλλογής Κυριαζοπούλου στηρίζεται στον βατικανό χάρτη χωρίς να τον αντιγράφει. Από αυτόν κρατά τις γεωγραφικές συντεταγμένες, το περίγραμμα και τον προσανατολισμό του νησιού, τη βινιέτα με την αναπαράσταση της πόλης της Κέρκυρας (εικ. 13-14), το χαρακτηριστικό σε όλα τα έργα της Στοάς ανεμολόγιο και τον ειδικό εικαστικό χειρισμό της θάλασσας που περιβάλλει το νησί. Οι διαφορές, πέρα από τη διακόσμηση, εστιάζονται κυρίως στο ανάγλυφο και τον χρωματισμό του χάρτη. Ο κατασκευαστής του χάρτη της Συλλογής Κυριαζοπούλου εμφανίζεται περισσότερο ενημερωμένος ως προς την ορθότερη εκφορά των τοπωνυμίων του νησιού. Η χαρτογράφηση στηρίζεται στους έντυπους χάρτες του νησιού που κυκλοφόρησαν από τα βενετικά τυπογραφεία κατά την περίοδο 1565-1575, ιδιαιτέρως τον χάρτη του G. Fr. Camocio (περ. 1571) (εικ. 15). Τα δυο έργα των ελληνικών συλλογών σχετίζονται μεταξύ τους, όπως και με τα υπόλοιπα έργα των μεγάλων χαρτογραφικών κύκλων της Φλωρεντίας και του Βατικανού. Η συνάφεια είναι αισθητή τόσο στο επίπεδο της αισθητικής, όσο και σε εκείνο της τεχνοτροπίας και της χαρτογραφικής εκτέλεσης. Ο κοινός χρωματισμός των χαρτών, το κοινό χέρι των τοπωνυμικών εγγραφών —ακόμη και στις λεπτομέρειες του καλλιγραφικού χειρισμού τους-, τα κοινά διακοσμητικά μοτίβα με πλοία και θαλάσσια κοίτη μέχρι τα δάνεια κοσμημάτων και τεχνοτροπιών από άλλα σύγχρονα έργα των ίδιων κύκλων, όλα υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου εργαστηρίου παραγωγής ζωγραφισμένων χαρτών, το οποίο —στο περιθώριο των μεγάλων εργασιών χαρτογραφικής διακόσμησης που αναλάμβανε- παρήγαγε και αυτοτελή φορητά αντίγραφα. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε πιθανότατα από άλλους καλλιτέχνες αργότερα, όταν πλέον οι κοσμογραφικές αίθουσες είχαν ολοκληρωθεί και οι καλλιτέχνες τους είχαν σκορπιστεί σε άλλα μέρη. Πρόκειται για μια διαδικασία διάχυσης των έργων: η παραγωγή φορητών αντιγράφων ανανέωνε την παλαιά παράδοση κατοχής και έκθεσης ζωγραφισμένων φορητών χαρτών και ανταποκρινόταν στις επιθυμίες των καλλιεργημένων και εύπορων κοινωνικών elites της Ιταλίας του φθίνοντος 16ου και του 17ου αιώνα, που αποζητούσαν φορητά ζωγραφισμένα ενθύμια από τις λαμπρές κοσμογραφικές αίθουσες του Βατικανού ή της Φλωρεντίας. Η κατοχή και η έκθεση ζωγραφισμένων χαρτών, όπως οι δύο που μας απασχολούν εδώ, αποσκοπούσε να προσδώσει αίγλη και κύρος στους κατόχους, να υπαινιχθεί τον κοσμοπολιτισμό και τον πατριωτισμό τους, τις γνώσεις και τη γεωγραφική τους ενημέρωση. Επιπλέον, οι φορητοί ζωγραφισμένοι χάρτες, καθώς παρέπεμπαν στα συστήματα πανσοφίας των κοσμογραφικών αιθουσών, υπαινίσσονταν ότι οι κάτοχοι τους ήταν σε επαφή με τις εξέχουσες πολιτικές και διανοητικές κοινότητες που είχαν τη δυνατότητα της εποπτικής θεώρησης αλλά και της διαχείρισης του κόσμου.

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Μελέτες
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Τα περισσότερο διαβασμένα άρθρα του ίδιου συγγραφέα(s)