Η στερεότυπη εικόνα της Ελλάδας: φωτογραφίες του 19ου αιώνα στα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη
Περίληψη
To άρθρο βασίζεται στο πρωτότυπο υλικό που φυλάσσεται στο Τμήμα Φωτογραφικών Αρχείων και πραγματεύεται το έργο των ξένων φωτογράφων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Μέσα από τη μελέτη των φωτογραφιών αυτών προκύπτει μια ομοιομορφία ως προς τη θεματογραφία. Οι περισσότεροι φωτογράφοι επέλεξαν να καταγράψουν με τον φακό τους τις ελληνικές αρχαιότητες. Παράλληλα, πέρα από αυτή τη θεματική ομοιότητα, αποκαλύπτεται μια διαφορετική προσέγγιση του θέματος από κάθε φωτογράφο. Στις 19 Αυγούστου του 1839 παρουσιάστηκε στη Γαλλική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών στο Παρίσι, η εφεύρεση της φωτογραφίας και συγκεκριμένα η μέθοδος του Louis-Jaques Mandé Daguerre (1787-1851), ο οποίος είχε καταφέρει να αποδώσει μια θετική εικόνα επάνω σε μια χάλκινη πλάκα. Κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης, ο Γάλλος ακαδημαϊκός François-Dominique Arago (1786-1853) δεν παρέλειψε να τονίσει τις πολυάριθμες εφαρμογές της "πρωτότυπης" ανακάλυψης. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «για να αντιγραφούν όλα τα ιερογλυφικά των μεγάλων μνημείων των Θηβών, τον Καρνάκ κ.ά, da χρειάζονταν 20 έτη και λεγεώνες σχεδιαστών, ενώ με τη δαγγεροτυπική μέδοδο ένα μόνο άτομο da μπορούσε να κάνει αντήν την τεράστια εργασία». Εμπνευσμένος από την ανακοίνωση αυτή, ο Γάλλος εκδότης Noël-Marie-Paymal Lerebours (1807-1873) εφοδίασε ταξιδιώτες με φωτογραφικό εξοπλισμό (δαγγεροτυπικές μηχανές) και τους έστειλε να καταγράψουν «τα πιο αξιοσημείωτα μνημεία τον κόσμον». Έτσι ξεκινά το ταξίδι των ξένων φωτογράφων στην Ελλάδα. Αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες και το βάρος του φωτογραφικού τους εξοπλισμού, έφταναν στον ελληνικό χώρο με σκοπό να καταγράφουν, ακολουθώντας τις προκαθορισμένες διαδρομές των ταξιδιωτικών οδηγών τους, τα "αξιοσημείωτα" μνημεία του. Η Ακρόπολη, καθώς και τα μνημεία που την περιβάλλουν, αποτελούσαν απαραίτητο σταθμό τους, με αποτέλεσμα η πορεία τους να ακολουθεί το ήδη διαμορφωμένο από τους περιηγητές-ζωγράφους στερεότυπο εικονογραφικό πρόγραμμα, και στο έργο τους να μεταφέρεται η εικόνα μιας ιδεατής Ελλάδας που ταυτίζεται με αυτή της κλασικής αρχαιότητας. Το γεγονός αυτό ενίσχυε η περιορισμένη δυνατότητα του φωτογραφικού φακού, λόγω του μεγάλου χρόνου έκθεσης της φωτοευαίσθητης πλάκας, που καθιστούσε αούναττ] την αποτύπωση της κίνησης. Ανάμεσα στους πρώτους δαγγεροτυπίστες που ανέλαβαν την αποστολή του Lerebours, ήταν και ο Καναδός Pierre-Gustave Joly de Lotbinière (1789-1865). Ο Lotbinière, που ταξίδευε στη Μεσόγειο, επισκέφτηκε και φωτογράφισε για πρώτη φορά τις αθηναϊκές αρχαιότητες τον Οκτώβριο του 1839, δύο μόλις μήνες μετά την επίσημη ανακοίνωση της εφεύρεσης. Όπως αναμενόταν, η Ακρόπολη ήταν το πρωταρχικό θέμα που επέλεξε. Η δαγγεροτυπική μέθοδος δεν είχε τη δυνατότητα να παράγει πολλαπλά αντίτυπα, γεγονός που οδήγησε τους φωτογράφους να προτιμήσουν τη μέθοδο της καλοτυπίας, όπου με τη μεσολάβηση ενός αρνητικού μπορούσαν να εκτυπώσουν απεριόριστο αριθμό θετικών εικόνων. Ο διάσημος Γάλλος αρχιτέκτονας Alfred- Nicolas Normand (1822-1909) τράβηξε συνολικά 130 καλοτυπίες κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα. Μέσα από τον φωτογραφικό του φακό απαθανάτισε κυρίως την Ακρόπολη και τις περιβάλλουσες αρχαιότητες της. Τα χρόνια που ακολουθούν αποτελούν μεταβατική περίοδο για τη φωτογραφία. Η μέθοδος της καλοτυπίας αντικαταστάθηκε από την τεχνική του υγρού κολλο δίου και οι μεγάλοι χρόνοι έκθεσης της φωτοευαίσθητης πλάκας μειώθηκαν, προσδίδοντας στη νέα εφεύρεση ευκρίνεια, ευκολία στη χρήση και ανθεκτικότητα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, όπως το θερμό κλίμα της Ελλάδας. Την εποχή αυτή μια σειρά από γνωστούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφους επισκέπτονται και φωτογραφίζουν την Αθήνα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το έργο των James Robertson και Paul Baron des Granges. Αρκετοί ήταν και οι ξένοι φωτογράφοι που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο Carl Schiffer, πιθανώς βαυαρικής καταγωγής, που εργάστηκε στην Αθήνα από το 1859 έως το 1863. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα όλο και περισσότεροι ταξιδιώτες-φωτογράφοι επισκέπτονταν την Ελλάδα. Η φωτογραφία είχε γίνει πιο προσιτή στους ερασιτέχνες, που έως τότε παρέμενε το προνόμιο των οικονομικά ισχυρότερων. Σε αυτό συνέβαλε και η κατασκευή της πρώτης εύχρηστης φωτογραφικής μηχανής από την Kodak, το 1888. Δεδομένου ότι η φωτογραφία πέρασε στη μαζική παραγωγή, το εικονογραφικό ενδιαφέρον άρχισε να αλλάζει. Το στερεότυπο της αποτύπωσης των αρχαιοτήτων έδωσε τη θέση του στις φωτογραφίες της σύγχρονης ζωής. Εμφανίζεται, δηλαδή, φωτογραφικό ενδιαφέρον για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της Ελλάδας, παρά τις δυσκολίες που οφείλονται ακόμα στην αδυναμία της φωτογραφίας να καταγράψει με επιτυχία την κίνηση. Λόγω της ραγδαίας εξέλιξης που έχει γνωρίσει το μέσο με την πάροδο των ετών, η προσπάθεια που κατέβαλλαν οι πρώτοι φωτογράφοι φαίνεται να υποτιμάται. Μελετώντας κανείς τις εικόνες αυτές, σπάνια διακρίνει τις τεχνικές μεθόδους ή ακόμα και τη φαντασία που επενδύθηκε για την πραγματοποίηση τους. Παρά τη θεματική ομοιομορφία που χαρακτηρίζει τη φωτογραφία του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, ο κάθε φωτογράφος μετέφερε στις εικόνες του το προσωπικό του ύφος, αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης διερεύνησης του χώρου.
Λεπτομέρειες άρθρου
- Πώς να δημιουργήσετε Αναφορές
-
Tsirgialou, A. (2018). Η στερεότυπη εικόνα της Ελλάδας: φωτογραφίες του 19ου αιώνα στα Φωτογραφικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Μουσείο Μπενάκη, 3, 107–123. https://doi.org/10.12681/benaki.18237
- Τεύχος
- Τόμ. 3 (2003)
- Ενότητα
- Μελέτες
Αυτή η εργασία είναι αδειοδοτημένη υπό το CC Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0.
Οι συγγραφείς των άρθρων που δημοσιεύονται στο Μουσείο Μπενάκη διατηρούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των άρθρων τους, δίνοντας στο περιοδικό το δικαίωμα της πρώτης δημοσίευσης. Άρθρα που δημοσιεύονται στα Μουσείο Μπενάκη μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα, χωρίς δικαίωμα τροποποίησης (δημιουργία παράγωγου έργου) με αναφορά στον/στη συγγραφέα και στην πρώτη δημοσίευση για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Το Μουσείο Μπενάκη διατηρεί το δικαίωμα να δημοσιεύει, να αναπαραγάγει, να παρουσιάζει στο κοινό, να διανέμει και χρησιμοποιεί άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό Μουσείο Μπενάκη σε οποιοδήποτε μέσο και μορφή είτε μεμονωμένα είτε ως μέρη συλλογικών έργων, για όλο τον χρόνο διάρκειας προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και για όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτό περιλαμβάνει ενδεικτικά και όχι αποκλειστικά το δικαίωμα δημοσίευσης των άρθρων σε τεύχη του περιοδικού Μουσείο Μπενάκη, αναπαραγωγής και διανομής μεμονωμένων αντιγράφων των άρθρων, αναπαραγωγής ολόκληρων των άρθρων σε άλλη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη, καθώς και αναπαραγωγής και διανομής των άρθρων ή περίληψης αυτών με χρήση πληροφορικού συστήματος αποθετηρίου.