Ένας κορμός του αγαλματικου τΰπου Doria: Ασκληπιός ή Αμφιάραος;


Δημοσιευμένα: Aug 10, 2018
Marion Meyer
Περίληψη

Ο μαρμάρινος κορμός του αγαλματίου ανδρικής μορφής (αρ. ευρ. 30245) δωρήθηκε από την οικογένεια Βαλλιάνου στο Μουσείο Μπενάκη το 1988. Το εικονογραφικό μοτίβο της στήριξης του κορμού σε ραβδί και ο τρόπος με τον οποίο φορά το ιμάτιο αποτελούν χαρακτηριστικά θεότητας με ιαματικές ιδιότητες. Η μορφή μοιράζει το βάρος της ανάμεσα στο δεξί κάτω άκρο και σε μία μη σωζόμενη ράβδο κάτω από την αριστερή μασχάλη. Το αριστερό κάτω άκρο είναι το προτασσόμενο, άνετο σκέλος. Ο κορμός κλίνει έντονα προς την πλευρά του σταθερού σκέλους, όπως και η ευθεία των ώμων που γέρνει έντονα. Τα άνω άκρα έπεφταν στο πλάι του σώματος. Το κεφάλι ήταν ελαφρά γυρισμένο προς την πλευρά του άνετου σκέλους. Το ιμάτιο καλύπτει το αριστερό μπράτσο (αφήνοντας τον αριστερό ώμο ακάλυπτο), πέφτει πίσω από την πλάτη στη δεξιά πλευρά, δημιουργεί μια χοντρή πτυχή στην περιοχή της λεκάνης και ανεβαίνει απότομα προς την αριστερή μασχάλη, όπου χρησίμευε ως κάλυμμα της ράβδου. Το αδύνατο, νεανικά αποδοσμένο, σώμα με το λεπτό και λείο δέρμα του έρχεται σε αντίθεση με την απόδοση του ιματίου, το οποίο δημιουργεί βαθιές πτυχώσεις με ογκώδεις ακμές. Κύρια όψη του αγαλματίου ήταν μόνο η πρόσθια. Σύμφωνα με τεχνοτροπικές παρατηρήσεις το έργο εντάσσεται στις δημιουργίες της υστεροελληνιστικής περιόδου. Η απόδοση του σώματος και του ενδύματος τοποθετείται χρονολογικά ύστερα από τις έντονα κινημένες μορφές των μέσων ελληνιστικών χρόνων. Το γλυπτό μπορεί να συγκριθεί με τα γλυπτά του β' μισού του 2ου αι. π.Χ. Ο κορμός ανήκει στον αγαλματικό τύπο Doria, γνωστός από τρεις μεγάλου μεγέθους αναπλάσεις των αυτοκρατορικών χρόνων (στο Παλέρμο, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία), ο οποίος διαφοροποιείται από την πλειονότητα των απεικονίσεων των θεοτήτων, λόγω της σχεδόν ολοκληρωτικής γύμνωσης του άνω κορμού. Το πρωτότυπο με βάση τα τεχνοτροπικά στοιχεία του χρονολογείται γύρω στο 370 π.Χ. Ο κορμός του Μουσείου Μπενάκη είναι το μοναδικό έργο της ελληνιστικής εποχής, το οποίο μπορεί να ενταχθεί αναμφίβολα στη σειρά των έργων που ανάγονται τυπολογικά στο συγκεκριμένο γλυπτό. Ένα αγαλμάτιο στη Θεσσαλονίκη, το οποίο βρέθηκε στην Όλυνθο και χρονολογείται υποχρεωτικά πριν από την καταστροφή της πόλης το 348 π.Χ. αποτελεί παραλλαγή του ίδιου τύπου. Επειδή το αγαλμάτιο της Ολύνθου όπως και αυτό του Μουσείου Μπενάκη είναι φιλοτεχνημένα σε πεντελικό μάρμαρο, το πρωτότυπο θα πρέπει να αναζητηθεί στην Αττική. Ο τύπος Doria συνδέεται εικονογραφικά με τον τύπο του Ασκληπιού της Επιδαύρου (γ' τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.) όπως καταδεικνύει η στάση του σώματος, η γυμνότητα του άνω κορμού και η πτύχωση του ενδύματος στα κάτω άκρα. Ο τύπος της Επιδαύρου χρησιμοποιήθηκε και για τις απεικονίσεις του Αμφιάραου, όπως αποδεικνύουν ο σωζόμενος κορμός αγαλματίου του 4ου αι. π.Χ. από το Αμφιαράειο του Ωρωπού και μία μορφή σε ανάγλυφο του 320-10 π.Χ. -στο τελευταίο ο τύπος εκπροσωπείται με μια εικονογραφικά ελαφρώς διαφοροποιημένη μορφή. Η γύμνωση του άνω κορμού, όπως παραδίδεται στους δύο αγαλματικούς τύπους, φαίνεται ότι ταιριάζει περισσότερο σε ένα νεαρό ήρωα απ' ότι σε ένα Ασκληπιό. Επομένως προκύπτει το ερώτημα, μήπως ο αγαλματικός τύπος Doria απεικονίζει τον ήρωα Αμφιάραο. Τα χρόνια που διαμορφώθηκε ο συγκεκριμένος τύπος θα μπορούσε στην Αττική να είχε ανατεθεί ένα άγαλμα του ήρωα, καθώς το υπό αθηναϊκή κυριαρχία ιερό του στον Ωρωπό γνώρισε την πρώτη περίοδο ακμής μεταξύ του 386 και 366 π.Χ. Αν και δεν είναι βέβαιο ότι το αγαλμάτιο του Μουσείου Μπενάκη απεικονίζει τον Ασκληπιό ή τον Αμφιάραο, οι γνώσεις μας εμπλουτίζονται σημαντικά, δεδομένου ότι το γλυπτό αυτό αποτελεί το πρωιμότερο σωζόμενο παράδειγμα ενός αγαλματικού τύπου των χρόνων γύρω στο 370 π.Χ., γνωστού από αναπλάσεις των αυτοκρατορικών χρόνων και από ένα γλυπτό της κλασικής εποχής. Ως αττική εργασία των ύστερων ελληνιστικών χρόνων, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι και το πρότυπο του είχε φιλοτεχνηθεί στην Αττική και βρισκόταν εκεί, τουλάχιστον μέχρι το β' μισό του 2ου αι. π.Χ. Το συγκεκριμένο έργο δεν θα ήταν προφανώς ιδιαίτερα γνωστό ή σημαντικό, αφού δεν αντιγράφτηκε σε κάποιο από τα πολυάριθμα υστεροκλασικά αναθηματικά ανάγλυφα θεοτήτων με ιαματικές ιδιότητες, ούτε αναπλάστηκε όπως π.χ. ο εικονογραφικά παρόμοιος Ασκληπιός της Επιδαύρου.

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Μελέτες
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.