Φυσικές επιστήμες και Βυζάντιο - Ο προσδιορισμός της έμφυτης "δοθείσης δυνάμεως" κατά τον Ιωάννη Φιλόπονο και τον Νικηφόρο Βλεμμύδη


Δημοσιευμένα: Μαρ 25, 2020
Αναστάσιος Διονυσόπουλος
Περίληψη
Δεν διατίθεται περίληψη
Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Άρθρα
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Βιογραφικό Συγγραφέα
Αναστάσιος Διονυσόπουλος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τμήμα Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Αναφορές
Βλ. σχετικά, Μ. Wolff, Fallgesetz und Massbegriff, pg. 57. Ο Wolff τονίζει ότι στη σκέψη του Φιλόπονου ο όρος υπερφυσικό σηµαίνει κάτι άλλο από το παρὰ φύσιν. Επομένως η κίνηση περιστροφής των γήινων σφαιρών είναι υπερφυσική και αυτό δηλώνει ότι η αρχή της κίνησης αυτών των σφαιρών δεν είναι η φύση τους, αλλά µια ανώτερη δύναμη που μεταδίδεται σ’ αυτές.
Αριστοτέλους, Φυσικὰ, 215 Α, σελ. 5. «Ἐπειθ΄ ὄτι πᾶσα κίνησις ἣ βία κατὰ φύσιν ἀνάγκη δὲ ἄν περ (ή) βίαιος, εἶναι καὶ τὴν κατὰ φύσιν (ἡ μὲν γὰρ βιαίως παρὰ φύσιν, ἡ δὲ παρὰ φύσιν ὑστέρα τῆς κατὰ, φύσιν)».
Αριστοτέλους, Μετεωρολογικὰ Α’, 18, 9-10. «Καὶ αὐτοῦ λοιπὸν τοῦ οὐρανοῦ τὸ αἴτιον τῆς τοιᾶσδε κινήσεώς τε καὶ διαµονῆς περιεργαζόµενοι ἐπὶ τὴν ἀφανῆ καὶ ἀσώματον μετῆλθον αἰτίαν». Πβ. Μ. Wolff, Fallgesetz und Massbegriff, pp. 56- 57. Ο Wolff επισημαίνει ότι η κίνηση δεν είναι το αποτέλεσµα µιας «δοθείσης δυνάµεως», δεν µπορεί να είναι «κατὰ φύσιν» ή «παρὰ φύσιν». Αλλά ο Φιλόπονος στο κοσμολογικό σύστημά του αντικαθιστά αυτές τις δύο κινήσεις µε την υπερφυσική κίνηση. Επίσης όσο
αφορά τον όρο «φύσις» στην αριστοτελική σκέψη: πβ. Δ. Μούκανος, Τὰ καθ αὐτὸ αἴτια τῶν φύσει ὄντων. Ἑρμηνεία καὶ διασάφηση τοῦ ἔργου τοῦ Ἀριστοτέλη Φυσικῆς Ἀκροάσεως Β, Αθήνα 1993, σελ. 37.
G. Sarton, Hellenic Science and Culture in Last Three Centuries, New York, Dover Publications Inc., 1993, pp. 304-305.
Λίνου Μπενάκη, Η Φιλοσοφία στο Βυζάντιο της Διασποράς, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τομ. 9, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σελ. 348-354.
O. Neugebauer, The Exact Sciences in Antiqutiity, 2nd edition, Dover, ΝΥ, 1969 (Reprinted from Brown UP, 1957, original version Princeton UP, 1949) και σε ελληνική µετάφραση ΜΙΕΤ.
ΡG 142, σελ. 1300B. «Ἔνθα µή ἐστιν ὅλως τι τῶν σωµάτων, δύναται δὲ γενέσθαι σώματος τόπος, ἐκεῖνο κενὸν ὀνομάζουσιν οἱ φυσικοί. Τόπον γὰρ ἑστερημένον σώματος οἴδασι τὸ κενόν. Καὶ συμπληρώνει ὅτι μερικοὶ ὀνομάζουν κενὸ τὸν χῶρο ἔξω τῆς κύρτης ἐπιφανείας τοῦ πρώτου καὶ κατ’
ἀλήθειαν ἁπλανοῦς οὐρανοῦ κενὸν σώματος οὗ θεοῦ, τὸ πᾶν γάρ, ἤτοι τὸν κόσμον καὶ τὸ ὑπέρ πᾶν ἦτοι τὸ ὑπερκόσμιον πληροὶ ὁ θεός, τοῦτο δὴ τὸ ὑπερκόσμιον ἔφασαν κενόν. Ὅ μάλιστα καὶ τόπον ἴδίως εἶπον εἶναι µόνον θεοῦ, ἀπείρου ἄπειρον, καὶ ἀσωμάτου ἀσώματον καὶ αἰωνίου αἰώνιο».
PG 142, σελ. 1300C: «Τοιοῦτον μὲν οὔκ ἐστιν ἐν τῷ κόσµω κενόν. Σωμάτων καὶ γὰρ συμφυῶν ἀλλήλοις ἅπας ὁ κόσμος πεπλήρωται. Τοῦτο γὰρ ὁ κόσμος ἐστί τὸ ἐξ οὐρανοῦ καὶ γῆς καί τῶν εν µέσῳ, πυρὸς ἀέρος καὶ ὕδατος σύστηµα καὶ σύγκριµα, συμφυὲς καὶ εὐάρμοστον, καὶ ἄξιον ὑπὸ τοιούτου παραχθήναι πανσόφου καὶ παντοδυνάµου δημιουργοῦ ὑφ οὐ κακ τοῦ μηδανὼς ὄντος ἐκτισται καὶ διακεκόσµηται. Κενὸν οὖν κατὰ τὸν κόσμον οὔκ ἐστι τὸ οἰονοὺν».
PG 142, σελ. 1301Α: «Ἀπὸ δὲ τῆς κλεψύδρας ἐναργέστερον μαρτυρεῖται μὴ κατὰ κόσμων εἶναι τἱ κενὸν».
ΡG 142, σελ. 1301ΑB: «Τοῦτο τὸ σκεύος πληρούμενον ὕδατος καὶ μετεωριζόµενον ἐπιπωματιζομένου τοῦ στοµίου διὰ τοῦ ἀντίχειρος, ἢ ἄλλως πως ἀσφαλῶς, ὥστε μὴ ἔχειν ἐντεῦθεν τὸν ἀὴρ παρείσδυσιν, στέγει τὸ ύδωρ, ὅτι µηδ’ ἐκ τῶν κατὰ τὴν δάσιν πόρων ὅλων δύναται παρεισδύναι τις ἀἠρ προκαταληφθέντων τῷ του ὕδατος σώματι, καὶ οἱονεὶ ἀποφραγέντων καὶ τὴν διέξοδον ἀποκλεισάντων τῷ πνεύµατι»
PG 142, σελ. 1301B: «Καταρρέοντος οὖν τοῦ ὕδατος καὶ τὰς ἐν τῇ βάσει τοῦ ἄγγους ὁπᾶς οὐκ ἀπολιμπάνοντος τῇ συνεχεία της ρεύσεως, οὐκ εἶχε πόθεν ὁ ἀὴρ εἰσδύναι, καὶ τὴν χώραν ἐκείνην καταλαβεῖν, ἣν προκατέχον τὸ καταρρεὸν ὕδωρ κατέλιπε καὶ ἣν ἂν ἐξ ἀνάγκης ἐντὸς τοῦ ἄγγους τις τόπος κενός».
PG 142, σελ. 1301D: «Ἐπεὶ γὰρ πᾶν τὸ περιεχόµενον ἑτέρῳ τινὶ περιέχεται, καθὼς ἐπὶ τῶν μερικῶν σωμάτων ἐκφαίνεται (τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἄέρι τὰ δὲ ὕδατι, τὰ δ ἄλλῳ τινὶ περιέχεται), καὶ ὁ κόσμος πάντως πεπερασμένος ὑπάρχων ὑφ ἑτέρου τινός ἂν περιέχοιτο. Σῶμα δὲ οὐκέστιν ἐκτὸς τοῦ κόσμου καὶ γὰρ οὗτός ἐστιν ἡ σύλληψις παντὸς, σώματος καὶ περίληψις καὶ ὁλότης σωματική. Τοιγαροῦν ἀσώματον ἔσται τὸ τὸν κόσμον περιέχον. Εἰ γὰρ σώμα καὶ τοῦτο, περιληφθήσεται πάντως ὑπ ἄλλου τινός. Σῶμα γὰρ ἄπειρον οὕκ ἐστιν ἐπινοήσαι. Δίοπερ ἀναγκαίως ἀσώματον ἂν εἴη τὸ περιέχον ἐσχάτως τὴν σύμπασαν ἐγκόσμιον σύστασιν. Ὡς δὲ ἁπάντων ἔσχατον, ἔσται δὲ ἄπειρον τὴν ὑστάτην οὖν τῶν ὄντων περιοχἠν την ἀσώματόν τε καὶ ἄπειρον κενὸν ὀνομάζουσιν ὡς µήτι τῶν σωμάτων ἔχουσαν ὅλως ἐν ἑαυτῃ»