Περί του είναι/όντος στη φαινομενολογική θεώρηση του Hegel


Δημοσιευμένα: Μαρ 25, 2020
Σπύρος Χαλβαντζής
Περίληψη
Δεν διατίθεται περίληψη
Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Άρθρα
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Βιογραφικό Συγγραφέα
Σπύρος Χαλβαντζής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τμήμα Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Αναφορές
Hegel, Φαινομενολογία του νου, επίμ. Γ. Φαράκλας, μτφρ. Γ. Φαράκλας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2007, σελ. 115.
J. Hyppolite, Χέγκελ και Μάρξ, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Έρασμος, Αθήνα, σελ. 60.
ΦΝ, σελ. 117. Βλ. επίσης τον τρόπο, κατά τον οποίο μεταγγίζει την ιδέα της αισθητικότητας και της παράστασης στο επίπεδο της αρχέγονης ιστοριογραφίας, που αποτελεί το πρώτο μέρος της εξελικτικής προόδου του πνεύματος στην ιστορία. Αντιπροσωπεύοντας το στάδιο της μυθικής συνειδήσεως ως ταυτότητα υποκειμενικότητας και φυσικής ύπαρξης των συμβάντων στη σφαίρα του χρονικού γίγνεσθαι. Συνεπώς, απάδει της θεωρησιακής συγκράτησης των αντιφάσεων υπερβαίνοντάς τες. (Hegel, Ο Λόγος στην Ιστορία, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, επιμ. Μ. Κλαυδιανού, μτφρ. Π. Θανασάς, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 102).
ΦΝ, σελ. 117.
ΦΝ, σελ. 193. Λόγος περί της ορισμένης άρνησης. Μια άρνηση που φανερά αντίκειται μιας στείρας ή κενής άρνησης, που καθαρά αντιστρατεύεται μια κενολογία του μηδενός ή ένα μηδέν χωρίς περιεχόμενο. Αυτό το κάτι, που εμπεριέχει το μηδέν, είναι που την τραβά σε μια εμμένεια που είναι τόσο απόλυτη και καθολική, επειδή περιέχει όλους τους καθορισμούς, όσο ετερογενείς κι αν είναι μεταξύ τους. Εγκαθίδρυση, λοιπόν, διαμεσολαβητικής σχέσης που δεν αφήνει κάτι να εννοηθεί ως υπεράνω ή πέραν των ορίων ως άπειρων.
Hegel, Ο Λόγος στην Ιστορία, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, επίμ. Μάγδα Κλαυδιανού, μτφρ. Π. Θανασάς, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 182.
ΦΝ, σελ. 140. Εδώ επισυμβαίνει το παίγνιο των δυνάμεων ή το πέρα δώθε που αντικατοπτρίζει την αληθή ουσία, αυτή της διαρκούς αυτοαναίρεσης. Οι ετερόκλητοι προσδιορισμοί που εισδύουν ο ένας στον άλλον, καταργώντας έτσι τις όποιες κατ’ επίφαση οριοθετήσεις, καθόσον αυτές αναιρούνται από τον ίδιο τους τον εαυτό. Σε χρόνο ταυτοχρονίας, δηλαδή, το ανόμοιο εαυτού αναδεικνύεται όμοιο εκεί που η ομοιότητα εαυτού είχε αποδιώξει μέρος του εαυτού της, ως ανόμοιο εαυτής, διαβαίνοντας τότε σε ένα προγενέστερο άρα ελλιπές επίπεδο.
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, επιμ. Β. Μανδηλάρας, μτφρ. Α. Μ. Καραστάθη, εκδ. Οδυσσέας Χατζόπουλος, 1014b, 16, σελ. 252.
ΦΝ, σελ. 164. Προετοιμάζεται η εσωτερική αναγκαιότητα που αναδεικνύει τη διαρκή εσωτερική ροή των αντιθέσεων, που λόγω της ομοιογενούς συστάσεώς τους συνιστούν μια ενότητα που διακρίνεται από την τάξη της μη διάκρισης και της μη διαφοράς στην ακριβή της ουσία.
Γ. Φαράκλας, Γνωσιοθεωρία και Μέθοδος στον Έγελο, επίμ. Πόπη Κρίπα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2000, σελ. 22. Η φράση frei Entlassen, που δηλώνει την κίνηση της απόλυσης και της ελευθέρωσης του εαυτού της. Εγκατάλειψη σε μια περιοχή ελευθερίας και αποδέσμευσης της μερικότητας, ή αλλιώς του φυσικού τρόπου ύπαρξης, από το πλέγμα του συνειδησιακού εσωτερικού χώρου. Μια συνθήκη στο εσωτερικό της συνείδησης που εδραιώνει σε πρώτη φάση, ή στη φάση του πρώτου νόμου, την αυθυποστασία του ενός και του άλλου άκρου. Συνεπώς, και το σκέλος της ίδιας της υποκειμενικότητας εμφανίζεται ως ένα καθαρό απλό αντικείμενο. (ΦΝ, σελ. 188), (Εγκυκλοπαίδεια, § 244).
ΦΝ, § 113. Στην ουσία της, πρόκειται για μία κίνηση του μη διαχωρισμού με διπλή κατεύθυνση. Φαινομενικά προβάλλονται δύο κινήσεις (κύριος- εννόηση και δούλος- φυσική ύπαρξη) ως ενέχουσες, όμως, εγγενώς, η καθεμιά τους, διττές κατευθύνσεις προς εαυτόν και προς έτερον και στα δύο μέρη.
Hegel, Ο Λόγος στην Ιστορία, ό.π., σελ. 182.
ΦΝ, σελ. 195.
ΦΝ, σελ. 128.
P.Guyer, Καντ, μτφρ. Γ. Μαραγκός, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2013, σελ. 257. Τίθεται, ως αντιδιαστολή προς τη μεταφυσική της εμπειρίας, στον Kant, σύμφωνα με τη διδασκαλία του οποίου εξάγεται ότι το έρεισμα επί του οποίου βρίσκονται όλοι οι καθορισμοί είναι αδύνατον να γνωριστεί λόγω των μορφολογικών περιορισμών της κατ’ αίσθηση αντίληψης. Επομένως, είναι αδύνατον όχι μόνο να προσπελάσουμε αθροιστικά όλους τους επιμέρους προσδιορισμούς, αλλά και να φτάσουμε στην ιδέα του απόλυτου αναγκαίου όντος που είναι η Απόλυτη Ιδέα, κατά Hegel, στον οποίο και είναι εφικτή γνωστικά. Ξεπερνά, λοιπόν, εδώ ο Hegel το ιδεώδες του Καθαρού Λόγου, που αποτελεί χίμαιρα για τον Kant, και το καθιστά γνώσιμο, ακριβώς γιατί μπορεί να συλλάβει ή να συγκρατήσει ιδεατά, εντός του έγχρονου γίγνεσθαι, το πολλαπλό των καθορισμών που αναδεικνύουν το απόλυτο της ιδέας.