The golden kylix inv. no. 2108 of the Benaki Museum: Technical report
Περίληψη
Η κύλικα είναι κατασκευασμένη από τέσσερα ξεχωριστά φύλλα χρυσού, κατάλληλα μορφοποιημένα με την τεχνική της σφυρηλάτησης και ενωμένα. Τα τρία μέρη (σώμα, πόδι και βάση) είναι προσαρμοσμένα το ένα στο άλλο με σκληρή κόλληση, ενώ η λαβή με διακοσμητικά καρφιά (πλατιές εφηλίδες με πατούρα). Το σώμα κοσμείται με τρεις ανάγλυφους σκύλους, δουλεμένους κυρίως από την εξωτερική τους επιφάνεια, ενώ η λαβή με έκτυπα φύλλα κισσού, όπου έχει χρησιμοποιηθεί εργαλείο που φέρει στην απόληξή του το συγκεκριμένο σχήμα.
Οι τεχνικές μορφοποίησης, διακόσμησης και σύνδεσης στην κύλικα χρονολογούνται από πολύ παλιά και δεν είναι τυχαίο ότι αναγνωρίστηκαν και στα άλλα αντικείμενα της μυκηναϊκής περιόδου. Υπάρχουν όμως ορισμένες ενδείξεις που θέτουν κάποιο προβληματισμό για τη γνησιότητα του αντικειμένου. Οι ενδείξεις αυτές αφορούν ειδικότερα τον αρχικό τρόπο κατασκευής της λαβής και της σύνδεσής της με το σώμα της κύλικας, το είδος της κόλλησης, τη σύσταση του μετάλλου κατασκευής, καθώς και τη γήρανση και τη φθορά της επιφάνειας. Αποδίδονται είτε σε τεχνολογικές εξαιρέσεις για την εποχή, είτε σε μη προσεγμένες εργασίες κατασκευής (κακοτεχνίες), ή ακόμη σε πιο σύγχρονες επεμβάσεις με σκοπό άλλοτε την επισκευή και άλλοτε την ηθελημένη μίμηση αρχαίων τεχνικών.
Συγκεκριμένα, το πολύ μικρό κεντρικό ίχνος στην εσωτερική και την εξωτερική επιφάνεια της βάσης του σώματος υποδηλώνει, είτε τη στίλβωση επάνω στον τόρνο (διαδικασία όμως περισσότερο διαδεδομένη από τον 5ο αι. π.Χ. και μετά), είτε τη χρήση διαβήτη για λόγους αναφοράς σε διάφορες μετρήσεις κατά τα στάδια της μορφοποίησης.
Τα εξώγλυφα παράλληλα ίχνη που εντοπίστηκαν στη λαβή της κύλικας ίσως παραπέμπουν σε πιο σύγχρονο τρόπο παραγωγής μεταλλικών φύλλων, υποδεικνύοντας τη χρήση κυλίνδρου, ο οποίος είχε ευρεία χρήση από τον 16ο αι., ή σύγχρονη επισκευή του συγκεκριμένου τμήματος.
Ο τρόπος κατασκευής του σώματος της κύλικας από ένα ενιαίο φύλλο χρυσού είναι, από άποψη τεχνικής, συμβατός με την κατασκευή κοίλων αντικειμένωνκύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, οι οποίες φέρουν πρόσθετο τμήμα στο σώμα τους. Το στοιχείο αυτό (το οποίο όμως μπορεί να θεωρηθεί ως εξαίρεση), μαζί με τον τρόπο κατασκευής του χείλους (στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου εντοπίστηκαν ίχνη που αποδίδονται σε σύγχρονη πένσα και όχι σε σφυρηλάτηση), καλλιεργεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα του αντικειμένου. Βέβαια, στην περίπτωση του χείλους τα ίχνη αυτά θα μπορούσαν να οφείλονται σε νεότερη επισκευή και όχι σε σύγχρονο τρόπο κατασκευής.
Η μορφή των καρφιών (πλατιές εφηλίδες ημισφαιρικού σχήματος με πατούρα), καθώς και ο τρόπος στερέωσής τους –ιδίως των δύο με γύρισμα του ενός άκρου τους στο τέλος– διαφοροποιούνται από τα καρφιά των τεσσάρων κυλίκων (πλατιές εφηλίδες χωρίς πατούρα) και τον τρόπο προσαρμογής τους (με μικρού μεγέθους και κυκλικού σχήματος εφηλίδες). Επίσης ο τρόπος κατασκευής των καρφιών (κοπή και λιμάρισμα των κεφαλών και του άκρου της ράβδου με ψαλίδι) είναι διαφορετικός και όχι τόσο διαδεδομένος τη μυκηναϊκή περίοδο. Η διαφορά θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεταγενέστερη επέμβαση, εάν η κύλικα είχε ανακαλυφθεί με κατεστραμμένους συνδέσμους. Όμως η χημική ανάλυση του μετάλλου κατασκευής των συνδέσμων δεν απέδειξε κάτι τέτοιο.
Η κόλληση (κράμα χρυσού - αργύρου - χαλκού), βάσει της σύστασής της, μπορεί να θεωρηθεί αυθεντική, παρότι το χρώμα της διαφέρει από αυτό της κόλλησης που έχει χρησιμοποιηθεί στις άλλες κύλικες (πιθανότατα έχει επιλεγεί ένα κράμα με αυξημένο ποσοστό χαλκού ή η κολλοειδής σκληρή κόλληση). Άλλωστε τέτοια κράματα ήταν διαδεδομένα στην αρχαιότητα. Το υψηλό σημείο τήξης όμως, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε άργυρο και χαλκό, είναι στοιχείο που συμφωνεί με ένα πιο συμβατικό ίσως νεότερο είδος σκληρής κόλλησης.
Το μέταλλο κατασκευής της κύλικας είναι σκληρό σε αντίθεση με τις κύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου ο χρυσός φαίνεται πιο εύπλαστος, χαρακτηριστικό της φυσικής γήρανσης ενός σκληρού αρχικά μετάλλου από τα επαναλαμβανόμενα στάδια ψυχρηλασίας, με λεπτά στρώματα διάβρωσης.
Οι μικρορωγμές και οι “κρύσταλλοι’’ που παρατηρήθηκαν στην επιφάνεια της κύλικας, καθώς και το ζάρωμα του μετάλλου δεν εντοπίστηκαν και στα αντικείμενα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι ενδείξεις αυτές συνιστούν μάλλον αποτέλεσμα είτε μη ελεγχόμενων τεχνικών μορφοποίησης και καθαρισμού, είτε επιδιωκόμενης προσπάθειας μίμησης ενός μετάλλου με “ρωγμώδη διάβρωση’’ και γερασμένη όψη.
Στην περίπτωση, πάντως, που τα παραπάνω χαρακτηριστικά οφείλονται σε κακοτεχνία, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η λείανση και η στίλβωση, που προφανώς ακολούθησαν και ολοκλήρωσαν την κατασκευή, δεν τα εξάλειψαν τα εξομάλυναν που παρατηρήθηκαν ως ένδειξη τέτοιων διεργασιών, πρέπει πιθανώς να αποδοθούν στη χρήση γυαλόχαρτου βέβαια δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των αρχαίων λειαντικών, αλλά ίσως συνιστά νεότερη επέμβαση.
Το κοκκινωπό υλικό που παρουσιάζεται σε κάποιες περιοχές της επιφάνειας, ενδεχομένως συνδέεται με ίχνη χώματος από το περιβάλλον ταφής, χωρίς τα ίχνη αυτά βέβαια να αποτελούν αξιόπιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παραμονή του αντικειμένου για μεγάλο χρονικό διάστημα στο έδαφος. Η λιπαρή υφή του υλικού παραμένει ανερμήνευτη.
Όσον αφορά το κράμα κατασκευής της κύλικας είναι υψηλής καθαρότητας, με πολύ μικρά ποσοστά αργύρου και χαλκού. Ένα τέτοιο κράμα με αυτά τα ποσοστά εντάσσεται είτε στην κατηγορία του αυτογενούς χρυσού, είτε στην κατηγορία του εξευγενισμένου χρυσού. Η αλήθεια είναι ότι τέτοια ποσοστά ανιχνεύονται συχνότερα σε εξευγενισμένο χρυσό, καθώς οι περισσότερες μέχρι τώρα αναλύσεις της σύστασης αντικειμένων που χρονολογούνται σε περιόδους πριν από την εποχή της νομισματοκοπίας –συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Αρχαιολογικού Μουσείου– διαφοροποιούνται από εκείνες αντικειμένων που ανήκουν σε μεταγενέστερες περιόδους, ακόμα και σε σύγχρονες. Παρά ταύτα, ο χρυσός της κύλικας και η περιεκτικότητά του σε άργυρο θα μπορούσε να καταταχθεί στις εξαιρέσεις για πρωτογενή χρυσό, εφόσον ο αριθμός των αναλυμένων αντικειμένων με πιστοποιημένη προέλευση και χρονολόγηση για την περίοδο που μας ενδιαφέρει είναι πολύ περιορισμένος, ώστε να έχει κανείς ολοκληρωμένη άποψη για τη σύσταση του πρωτογενούς χρυσού.Με βάση τον γενικότερο προβληματισμό που υπάρχει, καθώς και τη διατύπωση τόσο πολλών αντικρουόμενων απόψεων γίνεται προφανής η δυσκολία τόσο ως προς την οριστική επίλυση του ζητήματος της γνησιότητας της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη, όσο και ως προς την ένταξή της σε ενιαίο σύνολο με κοινά στυλιστικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά.
Λεπτομέρειες άρθρου
- Πώς να δημιουργήσετε Αναφορές
-
Kotzamani, D., Kantarelou, V., Sofou, C., & Karydas, A.-G. (2013). The golden kylix inv. no. 2108 of the Benaki Museum: Technical report. Μουσείο Μπενάκη, 8(8), 39–61. https://doi.org/10.12681/benaki.6
- Τεύχος
- Τόμ. 8 (2008)
- Ενότητα
- Μελέτες