Η ερμηνεία του Βησσαρίωνα για την τρίτη απόδειξη της αθανασίας της ψυχής στον Φαίδωνα του Πλάτωνος


Δημοσιευμένα: mar 25, 2020
Αθανασία Θεοδωροπούλου
Περίληψη
Δεν διατίθεται περίληψη
Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Άρθρα
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Βιογραφικό Συγγραφέα
Αθανασία Θεοδωροπούλου, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τμήμα Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Αναφορές
Σχετικά με τη βιογραφία του Βησσαρίωνα, συμπεριλαμβανομένων των επιρροών που δέχθηκε και των επιδράσεων που άσκησε, βλ. J. Hankins, Plato in the Italian Renaissance, Brill, Leiden, 1990, σσ. 217-236. Για τα βιογραφικά στοιχεία που δίδονται παρακάτω βλ. ένθ᾽ αν., σσ. 218, 220-221, 226.
L. Mohler, Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann II: Bessarionis In Calumniatorem Platonis libri IV-Textum graecum addita vetere versione latina, Schöningh, Paderborn και Scientia Verlag, Aalen, 1967. Εφεξής οι αναφορές στο In Calumniatorem Platonis (ICP) δίνονται υπό τη μορφή: συντομογραφία τίτλου, βιβλίο, κεφάλαιο, παράγραφος, γραμμές (=επιμελητής, τόμος: σελίδες κεφαλαίου έκδοσης). Βλ. σημ. 13.
Η λατινική μετάφραση του έργου που εκδόθηκε το 1469, αλλά και όλες οι μεταγενέστερες εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Mohler, αποδίδονται στον γραμματέα του Βησσαρίωνα Niccolò Perotti. Βλ. Hankins, ένθ᾽ αν., σελ. 218, σημ. 136.
Για την πρόσληψη της αριστοτελικής φιλοσοφίας και τη σύγκρισή της με την πλατωνική, ιδίως στο πλαίσιο του νεοπλατωνισμού, στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες και την ύστερη αρχαιότητα βλ. L. Gerson, (επιμ. έκδ), The Cambridge History of Philosophy in Late Antiquity, vol. I., Cambridge University Press, Cambridge, 2010, σσ. 457-458, Lloyd A. C., “Introduction to Later Neoplatonism”, στο The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, επιμ. έκδ. A. H. Armstrong, Cambridge University Press, Cambridge, 1967, σσ. 274-276 και J. Monfasani, “Marsilio Ficino and the Plato-Aristotle Controversy”, στο Marsilio Ficino: his Theology, his Philosophy, his Legacy, επιμ. έκδ. M. J. B. Allen-V. Rees, Brill, Leiden–Boston–Köln, 2002, σσ. 180-182 (με την εκεί αναφερόμενη βιβλιογραφία).
Σύμφωνα με τους Hankins και Τατάκη, η Ησυχαστική έριδα ήταν μία καθαρά θεολογική έριδα, παρότι οι εκπρόσωποί της υιοθέτησαν και χρησιμοποίησαν τις φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Βλ. Hankins, ένθ᾽ αν., σσ. 194-196 και Β. Ν. Τατάκης, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφ. Ε. Καλπουρτζή, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977, σελ. 252. Γενικότερα για την Ησυχαστική έριδα (αίτια-αποτελέσματα, εκπρόσωποι, θέσεις), βλ. Τατάκης, ένθ᾽ αν., σσ. 243-261.
Για την ιστορική ανασκόπηση της διαμάχης τον 15ο αιώνα (αίτια, αποτελέσματα, εκπρόσωποι-συμπεριλαμβανομένων και όσων δεν κατονομάζονται στο παρόν άρθρο) βλ. ενδεικτικά Hankins, ένθ᾽ αν., σσ. 193-217, J. Monfasani, George of Trebizond: A Biography and a Study of His Rhetoric and Logic, Brill, Leiden, 1976, σσ. 201-229 (με την εκεί αναφερόμενη βιβλιογραφία), Τατάκης, ένθ᾽ αν., σσ. 261-284 (εκτενή αναφορά στη συμβολή των Πλήθωνα και Βησσαρίωνα στην εξέλιξη της διαμάχης) και Ν. K. Ψημμένος, Η Ελληνική Φιλοσοφία: από το 1453 ως το 1821, τόμ. Α΄, Η Κυριαρχία του Αριστοτελισμού. Προκορυδαλική και Κορυδαλική Περίοδος, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1988, σσ. 36, 53-60, 61-64 (περιλαμβάνεται βιογραφία-εργογραφία των κυριότερων εκπροσώπων της διαμάχης).
Για την πρώτη φάση της διαμάχης βλ. Hankins, ένθ᾽ αν., σσ. 205-206, 208 και Ψημμένος, ένθ᾽ αν., σσ. 54-55, 59.
Κατά τον Πλήθωνα, ο Αριστοτέλης αρνείται τη δημιουργική πράξη του Θεού, εφόσον για τον Αριστοτέλη, ο κόσμος είναι αιώνιος και ως εκ τούτου ο θεός δεν είναι η αρχή του κόσμου. Βλ. Τατάκης, ένθ᾽ αν., σελ. 272.
Ο Σχολάριος επιχειρεί να αποδείξει έναντι των ισχυρισμών του Πλήθωνα ότι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο θεός, τὸ ἀκίνητον κινοῦν, είναι και η αιτία του κόσμου και άρα, η αριστοτελική κοσμολογία δεν αντιτίθεται στις διδαχές του Χριστιανισμού. Βλ. P. Schulz, “George Gemistos Plethon (ca. 1360-1454), George of Trebizond (1396-1472), and Cardinal Bessarion (1403-1472): The Controversy between Platonists and Aristotelians in the Fifteenth Century”, στο Philosophers of the Renaissance, επιμ. έκδ. P. R. Blum, μτφ. B. McNeil, The Catholic University Press, Washington, 2010, σσ. 25-26.
Για τις θέσεις που προβάλλει ο Πλήθων στο Νόμων συγγραφή, βλ. Τατάκης, ένθ᾽ αν., σσ. 269-273. Για του λόγους (κοινωνικούς-πολιτικούς-ιδεολογικούς-θρησκευτικούς) που οδήγησαν τον Σχολάριο να ρίξει στην πυρά το Νόμων συγγραφή βλ. C. Livanos “The Conflict between Scholarios and Plethon: Religion and Communal Identity in Early Modern Greece”, στο Modern Greek Literature: Critical Essays, επιμ. έκδ. G. Nagy-A. Stavrakopoulou, Routledge, New York-London, 2003, σσ. 23-37.
Σύμφωνα με τον Monfasani, ο τίτλος Comparationes, που χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία αντί του Comparatio, είναι λανθασμένος και οφείλεται σε επινόημα εκδότη του 16ου αιώνα, τον οποίο δεν κατονομάζει. Βλ. J. Monfasani, “A Tale of Two Books: Bessarion’s In Calumniatorem Platonis and George of Trebizond’s Comparatio Philosophorum Platonis et Aristotelis”, Renaissance Studies 22 (2008): 3. Αναφέρω ενδεικτικά από την εδώ χρησιμοποιηθείσα βιβλιογραφία ότι οι Hankins, Schulz και Τατάκης χρησιμοποιούν τον τίτλο Comparatio. Βλ. Hankins, ένθ᾽ αν., σελ. 209, Schulz, ένθ᾽ αν., σελ. 26 και Τατάκης, ένθ᾽ αν., σελ. 278. Ο δε Ψημμένος αναφέρεται στο έργο με τον τίτλο Comparationes, παραπέμποντας για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη σπουδαιότητα του έργου στον Mohler. Βλ. Ψημμένος, ένθ᾽ αν., σελ. 56 και σημ. 9. Σημειωτέον ότι κανείς από τους προαναφερθέντες δεν προβαίνει σε κάποια συναφή με την ορθότητα του τίτλου αναφορά, εξαιρουμένων των Mohler και Monfasani. Ο Mohler επιλέγει τον τίτλο Comparationes, για τη γνησιότητα του οποίου παραπέμπει στο χειρόγραφο Escurial, Cod. lat. c. IV. 15 fol. 1-214v και τυπωθήτω Venetiis 1523. Βλ. Mohler, Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann I: Darstellung, ένθ᾽ αν., σελ. 352 και σημ. 2. Ο Monfasani προτείνει τον τίτλο Comparatio και προβάλλει ως απόδειξη για την εγκυρότητα του τίτλου την επιστολή που έστειλε ο Τραπεζούντιος στον μοναχό Ησαΐα, όπου δηλώνεται η συγγραφή του έργου αυτού. Βλ. Monfasani, George of Trebizond, ένθ᾽ αν., σελ. 166 και τη σημ. 155. Για την επιστολή του Τραπεζούντιου βλ. Mohler, Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann III: Aus Bessarions Gelehrtenkreis ένθ᾽ αν., σσ. 102-106.
Για την παρουσίαση των δύο έργων με αναφορά στα επιμέρους κεφάλαια-βιβλία, και στην κεντρική θεματική αυτών, καθώς και στα καίρια ζητήματα της ερμηνευτικής διαμάχης μεταξύ του Τραπεζούντιου και του Βησσαρίωνα, βλ. Hankins, ένθ᾽ αν., σσ. 236-261.
Ο τίτλος στη λατινική έκδοση είναι “De anima quid senserit Plato”. Βλ. Bessarion, ICP II. 8 (= Mohler 2:139).
Bessarion, ICP II. 8. 3-16 (= Mohler 2:140-154).
Bessarion, ICP II. 8. 8. 9-10 (= Mohler 2:146).
Bessarion, ICP II. 8. 8. 10-12 (= Mohler 2:146): «τὸ μὲν πρῶτον καὶ ἐν τοῖς Νόμοις, ᾗ δέδεικται, δεδειχὼς κἀνταῦθα, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω διὰ βραχέων εἴρηται». Ο Βησσαρίων αναφέρεται στις παραγράφους 3-6, 8 (= Mohler 2:140-146), όπου απεδείχθη ότι η αὐτοκίνητος ψυχή είναι αιώνια, αγέννητη και προϋπάρχουσα του σώματος.
Όλα τα πράγματα-έννοιες εντάσσονται σε ένα ζεύγος αντιθέτων, όπου κάθε μέλος του ζεύγους γεννιέται από το αντίθετό του μέσω της αύξησης και της μείωσης (το μεγάλο γίνεται μικρό μέσω της μείωσης ενώ το μικρό γίνεται μεγάλο μέσω της αύξησης). Ομοίως, η ζωή και ο θάνατος αποτελούν ένα ζεύγος αντιθέτων, όπου μέσω της γέννησης και της φθοράς, δημιουργείται μία κυκλική ροή και άρα, η διαδικασία της ζωής είναι παλίνδρομη. Βλ. την αναλυτική παρουσίαση της θεωρίας των αντιθέτων στο D. Bostock, Plato's Phaedo, Clarendon Press, Oxford, 1986, σσ. 42-59.
Η μάθηση και η γνώση πραγματοποιείται πριν τη γέννηση του ανθρώπου και δεν αποτελεί προϊόν της αισθητηριακής εμπειρίας. Οτιδήποτε γνωρίζει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι η ανάμνηση των ιδεών, τις οποίες η ψυχή γνώρισε πριν την εισχώρησή της στο σώμα και λησμόνησε κατά την ένωσή της με αυτό. Εάν η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει έννοιες που δεν αποτελούν αντικείμενο της εμπειρίας, όπως η ισότητα, η ομορφιά, η δικαιοσύνη κ.α. (π.χ. αντιλαμβάνομαι τη σχέση ισότητας μεταξύ δύο πραγμάτων, δύο ξύλων, επειδή γνωρίζω τον ορισμό της ισότητας, γνώση που δεν είναι δυνατόν να πηγάζει από τις αισθήσεις, στο μέτρο που η έννοια του τέλειου ίσου δεν εντοπίζεται στον αισθητό κόσμο.) Βλ. την αναλυτική παρουσίαση της θεωρίας της ανάμνησης στο Bostock, ένθ᾽ αν., σσ. 60-110.
Για τη θεωρία των αντιθέτων βλ. Bessarion, ICP II. 8. 9-10 (= Mohler 2:146-148). Για τη θεωρία της ανάμνησης βλ. αυτόθι, ICP III. 28 (= Mohler 2:410-412).
Για την τέταρτη απόδειξη βλ. Bessarion, ICP II. 8. 9-10 (= Mohler 2:146-148) και για την τρίτη απόδειξη βλ. αυτόθι, ICP II. 8. 11. 2-12 (= Mohler 2:150).
Για την αναλυτική παρουσίαση αυτών των χωρίων βλ. D. Gallop, Plato: Phaedo, Clarendon Press, Oxford, 1975, σσ. 137-146 και R. Hackforth, Plato’s Phaedo, Cambridge University Press, Cambridge, 1972, σσ. 81-96.
Σύγκρινε με Φαίδ. 79a6-7: «Θῶμεν οὖν βούλει, ἔφη, δύο εἴδη τῶν ὄντων, τὸ μὲν ὁρατόν, τὸ δὲ ἀιδές;» (Θέλεις λοιπόν, είπε, να παραδεχτούμε δύο είδη των όντων, το μεν ορατό, το δε αόρατο;). Για όλα τα μεταφρασμένα παραθέματα από τον Φαίδωνα (με τροποποιήσεις) βλ. Ε. Παπανούτσος, Πλάτων: Φαίδων, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ.
«Με το θείο και το αθάνατο και το νοητό και το έχον μία μορφή και το αδιάλυτο και το διατηρούν κατά τον αυτόν τρόπον πάντα την ταυτότητά του είναι πιο όμοια η ψυχή».
«Mε το ανθρώπινο και το θνητό και το πολύμορφο και το μη νοητό και το διαλυτό και το να μην είναι ποτέ ίδιο με τον εαυτό του πιο όμοιο πάλι είναι το σώμα».
Η θεωρία των ιδεών παρουσιάζεται σταδιακά σε διάφορα χωρία στον Φαίδωνα. Ο Grube εντοπίζει πέντε χωρία (65d-66a, 72e-76c, 78c-80b, 100b-e, 102d-105b), καθένα από τα οποία αναδεικνύει μία ιδιότητα των ιδεών. Βλ. στο J. E. Raven, Plato’s thought in the making, Cambridge University Press, Cambridge, 1965, σελ. 84, όπου παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από το Appendix I στο G. M. A. Grube, Plato’s Thought, Methuen, London, 1935.
Για την παρουσίαση των τριών επιχειρημάτων βλ. Gallop, ένθ᾽ αν., σσ.137-141 και Hackforth, ένθ᾽ αν., σσ. 84-85. Για την κριτική ανάλυση των τριών επιχειρημάτων βλ. Bostock, ένθ᾽ αν., σσ. 116-121.
«Όταν πεθάνει ο άνθρωπος, ό,τι είναι ορατό σε αυτόν, το σώμα, που βρίσκεται σε μέρος ορατό, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε νεκρό, σε αυτό ταιριάζει να διαλύεται και να αποσυντίθεται και να εξανεμίζεται, δεν παθαίνει αμέσως τίποτε από αυτά, αλλά αντίθετα αντέχει για πολύ σχετικά χρόνο και εάν μάλιστα κάποιος πεθάνει, όταν το σώμα του είναι ακόμη όλο χάρη, η διάρκεια αυτή είναι πολύ μεγάλη, εάν δε το σώμα καταπέσει και ταριχευθεί, όπως εκείνοι που έχουν ταριχευθεί στην Αίγυπτο, διατηρείται σχεδόν όλο για ανυπολόγιστο χρόνο. […] Όταν λοιπόν αυτή είναι η κατάστασή της (ενν. της ψυχής), αναχωρεί για το όμοιο σε αυτήν, το αόρατο, το θείο και αθάνατο και σοφό, όπου όταν φθάσει, θα είναι ευδαιμονούσα».
Τα περισσότερο διαβασμένα άρθρα του ίδιου συγγραφέα(s)