Περίληψη
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τρία έργα από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη που μπορούν να σκιαγραφήσουν την πορεία της ένθετης μεταλλοτεχνίας στην Εγγύς Ανατολή και χρονολογικά καλύπτουν το διάστημα από τις αρχές του 13ου έως της αρχές του 14ου αιώνα. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι συνδέονται με την παραγωγή της Μοσούλης και με τους τεχνίτες που υπογράφουν ως αλ-Μαουσιλί (από την Μοσούλη) επί τρεις, αν όχι και παραπάνω, διαδοχικά γενεές, μετακινούμενοι όμως από τη μία περιοχή στην άλλη, από τη βόρειο Μεσοποταμία στη Συρία, την Αίγυπτο και το δυτικό Ιράν, ακολουθώντας τις εναλλαγές της εξουσίας. Το πρώτο έργο είναι μία καλαμοθήκη, διακοσμημένη με ένθετο ασήμι και χρυσό, ορατό πλέον μόνο σε λίγα σημεία στο εσωτερικό του σκεύους. Οι επιγραφές, αν και φθαρμένες, μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε ως κάτοχο του σκεύους τον Αγιουβίδη σουλτάνο αλ-Αντίλ αμπού Μπακρ, αδελφό του περίφημου Σαλαδίνου, καθώς και το έτος Εγίρας 615/1218 που αντιστοιχεί στο έτος κατασκευής του αντικείμενου, και κατά περίεργη συγκυρία και στο έτος θανάτου του σουλτάνου. Η χρονολόγηση αυτή αναδεικνύει την καλαμοθήκη του Μουσείου Μπενάκη ως το παλαιότερο χρονολογημένο σκεύος με ένθετο διάκοσμο από την Εγγύς Ανατολή και πρώτο στη σειρά των αντικειμένων που φέρουν το όνομα Αγιουβιδών ηγεμόνων. Οι καλαμοθήκες στον μεσαιωνικό ισλαμικό κόσμο συνδέονται με τους ανθρώπους των γραμμάτων. Έχουν σωθεί παραδείγματα που ανήκαν σε μεγάλους βεζύρηδες οι οποίοι συγχρόνως ήταν και φημισμένοι συγγραφείς. Από τον 10ο αιώνα και μετά θεωρούνται σύμβολα της κεντρικής διοίκησης και εξουσίας. Η καλαμοθήκη του Μουσείου Μπενάκη είναι προφανώς ένα βασιλικό δείγμα, σύμβολο της εξουσίας του Αγιουβίδη σουλτάνου. Ο ηγεμόνας, ίσως ο ίδιος ο αλ-Αντίλ αμπού Μπακρ, απεικονίζεται με φωτοστέφανο, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες μορφές, καθισμένος οκλαδόν σε θρόνο που υποβαστάζεται από φτερωτά λιοντάρια και στέφεται από φτερωτές μορφές, όπως στην παράσταση της Ανάληψης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στα εκατέρωθεν μετάλλια παριστάνονται μουσικοί και χορευτές, θέματα που συνοδεύουν την αυλική εικονογραφία, ενώ στο εξωτερικό και στον πυθμένα της καλαμοθήκης έχουμε τα σύμβολα του ζωδιακού κύκλου και τους πλανήτες- κυβερνήτες τους γύρω από τον ήλιο, σε μια έμμεση εξίσωση του ηγεμόνα με το ηλιακό σύμβολο. Τόσο η εικονογραφία, όσο και οι άλλες διακοσμητικές λεπτομέρειες παραπέμπουν στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μοσούλης των αρχών του 13ου αιώνα. Δεύτερη στη σειρά παρουσίασης είναι μία ορειχάλκινη λεκάνη με ένθετο χρυσό διάκοσμο που ανήκε, σύμφωνα με τα αρχεία του Μουσείου, στον Ρασουλίδη Σουλτάνο της Υεμένης αλ-Μουτζάφαρ Γιουσούφ (έτος Εγίρας 647-694/1250-1295). Η παρουσία του πενταπέταλου ρόδακα, εμβλήματος της δυναστείας των Ρασουλιδών, που εικονίζεται 48 φορές στο εσωτερικό και το εξωτερικό του σκεύους, ενισχύει την άποψη αυτή. Το εικονογραφικό πρόγραμμα της λεκάνης του Μουσείου Μπενάκη περιέχει πλήθος σκηνών που εικονίζονται μέσα σε ρομβοειδή μετάλλια, παρατεταγμένα σε ζώνες στο εσωτερικό των τοιχωμάτων του σκεύους καθώς και στον πυθμένα, οι φθορές του οποίου καθιστούν αδύνατη την περιγραφή τους. Στο εσωτερικό των τοιχωμάτων τα μετάλλια παριστάνουν αυλικές σκηνές με τον ένθρονο ηγεμόνα να εμφανίζεται σε δύο μετάλλια, τοποθετημένα διαμετρικά το ένα απέναντι από το άλλο, περιστοιχισμένος από αξιωματούχους της αυλής που κρατούν τα σύμβολα του αξιώματός τους, μέλη της φρουράς του, έφιπποι παίκτες του πόλο, καθώς και τον επίσημο γραφιά-ποιητή της αυλής, παραπέμποντας σε σκηνές από τις διπλές προμετωπίδες των αραβικών χειρογράφων της εποχής. Η δεύτερη σειρά μεταλλίων απαρτίζεται από σκηνές κυνηγιού και μουσικής διασκέδασης των αυλικών. Αν και η ακριβής χρονολόγηση του σκεύους δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη, ωστόσο η ενίσχυση των σχέσεων του Ρασουλίδη ηγεμόνα με τον Μαμελούκο σουλτάνο Μπαϊμπάρς μετά το 1269, καθώς και η σχέση με άλλα έργα που φέρουν το όνομα του ίδιου σουλτάνου υποδεικνύουν ως πιθανή περίοδο κατασκευής της λεκάνης το τρίτο τέταρτο του 13ου αιώνα. Τελευταίο παρουσιάζεται ένα εντυπωσιακό, ως προς το μέγεθος και τη διακόσμηση, ορειχάλκινο κηροπήγιο με ένθετο χρυσό και ασημένιο διάκοσμο, το οποίο είχε αφιερωθεί από τον διοικητή της Βαγδάτης Μιρτζάν Αγά στο τέμενος του Προφήτη στη Μεδίνα πιθανόν στις αρχές της δεκαετίας του 1370. Ωστόσο, όπως αναγράφεται στο χείλος του, το κηροπήγιο κατασκευάστηκε το έτος Εγίρας 717/1317-1318 από τον τεχνίτη Αλί ιμπν Ουμάρ αλ-Μαουσιλί, υπογραμμίζοντας έτσι τη σχέση του με την παράδοση της φημισμένης για τη μεταλλοτεχνία της Μοσούλης, μολονότι είχαν περάσει 60 περίπου χρόνια από την καταστροφή της πόλης από τους Μογγόλους. Τον λαιμό του σκεύους κοσμούν κορανικές επιγραφές, ενώ το σώμα του διακοσμείται με ρέουσα αραβική γραφή ευχετικού περιεχομένου για τον κάτοχο του σκεύους, οι τίτλοι του οποίου μας οδηγούν σε ηγεμόνα της περιοχής της βόρειας Μεσοποταμίας, πιθανόν τον Σαμς αλ-Ντιν Σαλίχ, τον Αρτουκίδη ηγεμόνα του Μαρντίν (1312-1365). Tα μετάλλια στο πάνω μέρος του κωδωνόσχημου σώματος περιέχουν τα ζώδια σε συνδυασμό με τα σύμβολα των πλανητών, όπως συμβαίνει σε πολλά έργα μεταλλοτεχνίας του 13ου αιώνα που συνδέονται με την παράδοση της Μοσούλης. Πέντε διακοσμητικές ζώνες στον λαιμό και το σώμα σχηματίζουν τοξοστοιχία με 116 τόξα, κάτω από τα οποία ισάριθμοι αξιωματούχοι με τη χαρακτηριστική κόμη των Ιλχανιδών πορεύονται σε πομπή στραμμένοι αριστερά. Αξιοσημείωτη είναι η απόπειρα να σβηστούν οι ανθρωπόμορφες μορφές του σκεύους, προφανώς πριν από τη δωρεά του στο τέμενος της Μεδίνας, για να αποτραπεί η προσβολή του κοινού αισθήματος των μουσουλμάνων το οποίο αποστρέφεται την παράσταση έμψυχων όντων στα θρησκευτικά τεμένη. Οι τεχνοτροπικές λεπτομέρειες της πομπής των αξιωματούχων, οι τίτλοι που αναφέρονται στην επιγραφή και το σχήμα του κηροπηγίου που μπορεί να συγκριθεί με ένα ιλχανιδικό κηροπήγιο, το οποίο φυλάσσεται στο τέμενος του Αρνταμπίλ στο Ιράν, μας μεταφέρουν στο κλίμα των αρχών του 14ου αιώνα. Η περιοχή της βόρειας Μεσοποταμίας κηδεμονεύεται από τους Μογγόλους Ιλχανίδες ηγεμόνες του Ιράν και το κηροπήγιο, μολονότι εξαρτημένο από την παράδοση της Μοσούλης, φέρει τα χαρακτηριστικά της ιλχανιδικής εποχής.