Αφιερωματικές επιγραφές και δωρητές στα εκκλησιαστικά ασημικά 17ου-19ου αιώνα


Δημοσιευμένα: Αυγ 10, 2018
Anna Ballian
Περίληψη

Το άρθρο βασίζεται στη συλλογή εκκλησιαστικών ασημικών του Μουσείου Μπενάκη, ένα σημαντικό μέρος της οποίας προέρχεται από τα κειμήλια των προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Οι επιγραφές έχουν δημοσιευθεί από την Ευγενία Χατζηδάκη και τον Eugène Dalleggio το 1959 και είναι ελληνικές ή καραμανλίδικες, δηλ. στα τουρκικά ή σε ένα μείγμα τουρκικών και ελληνικών, γραμμένες όμως με ελληνική γραφή. Οι επιγραφές σε ασημικά από εκκλησίες του ελλαδικού χώρου παρουσιάζουν τον ίδιο τΰπο επιγραφών που είναι γενικότερα κοινός στα αφιερώματα των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επιγραφές σε θρησκευτικά αφιερώματα υπενθυμίζουν την πράξη της δωρεάς με τη ρητή ή λανθάνουσα πρόθεση να αποκομίσει ο αφιερωτής ως αντίδωρο, πνευματικά οφέλη. Πρόκειται για μια συμβολική ανταλλαγή όπου η σωτηρία της ψυχής του δωρητή, η άφεση αμαρτιών και η μνημόνευση του την ημέρα της Κρίσεως είναι το ζητούμενο αντίτιμο. Η τυπολογία των επιγραφών αναπαράγει την φρασεολογία των βυζαντινών κτητορικών επιγραφών: Υπέρ ψυχικής σωτηρίας, Δέησις τον δούλου τον Θεού, Μνήσθητι Κύριε. Το δωρούμενο αντικείμενο λειτουργεί ως ορατή υπόμνηση και δημιουργεί την ηθική υποχρέωση στον παραλήπτη -το Θεό- να ανταποδώσει. Ανάμεσα στο Θεό και τον μετανοούντα δωρητή βρίσκεται η Εκκλησία η οποία έχει θεσμοθετήσει τις ποικίλες μορφές ευσέβειας και φιλανθρωπίας και η τοπική εκκλησία που είναι ο αποδέκτης και διαχειριστής των δωρεών. Σε μία απλή μορφή αναγράφεται στις επιγραφές μόνο ένα όνομα με ή χωρίς χρονολογία. Σε πιο σύνθετη περιλαμβάνονται και άλλα στοιχεία που κατατάσσονται σε έξι κατηγορίες: α) το δωρούμενο αντικείμενο β) ο δωρητής ή ο συμμετέχων στη δωρεά γ) ο τόπος της δωρεάς δ) η αιτία της δωρεάς ε) η χρονολογία, και στ) ο τεχνίτης. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι χριστιανοί ορίζονται από τη θρησκεία και τον τόπο καταγωγής τους, στοιχεία που προσδιορίζουν τις βασικές παραμέτρους της συλλογικής τους συνείδησης. Στο επίπεδο της ενορίας, του χωριού ή της ευρύτερης περιοχής, οι χριστιανοί καταγράφονται με βάση την προέλευση τους. Οι επιγραφές διακρίνονται από έντονο πνεύμα τοπικισμού. Η πράξη της δωρεάς στην τοπική εκκλησία ή στο μεγάλο μοναστήρι-προσκύνημα της περιοχής έχει θετικό αντίκτυπο, τόσο στον ίδιο τον αφιερωτή, όσο και στην τοπική κοινότητα της οποίας αυξάνει το κύρος και επιβεβαιώνει τη θέση. Οι αφιερωματικές επιγραφές λειτουργούν και ως νομική πράξη κατοχύρωσης της δωρεάς. Για το λόγο αυτό, όπως τα συμβόλαια, περιλαμβάνουν συχνά και το όνομα του δωρούμενου αντικειμένου: ούτος ό δίσκος ή τα παρόντα έζαπτέρυγα. Η πληροφορία αυτή είναι περιττή όταν γράφεται πάνω στο ίδιο το αντικείμενο, αλλά είναι σημαντική όταν καταγράφεται η δωρεά στους κώδικες —τα κατάστιχα— των εκκλησιών. Η αντιστοιχία ανάμεσα στις αφιερωματικές επιγραφές και στις καταγραφές των δωρεών στους κώδικες λειτουργούσε ως διπλότυπο απόδειξης, και εξασφάλιζε νομικά την ανταλλαγή για την εκκλησία και για τον αφιερωτή. Πιο σπάνια στις επιγραφές αναγράφεται και η ποινή για τυχόν αθέτηση της συναλλαγής ή κατάχρηση, δηλαδή ο αφορισμός, ο οποίος αποτελούσε το μοναδικό αλλά ισχυρότατο επιτίμιο στη διάθεση της Εκκλησίας. Οι δωρητές προσδιορίζονται από το πατρώνυμο, το επίθετο, την καταγωγή, το παρατσούκλι, τον τιμητικό τίτλο -άρχων, κυρ ή κυρίτση— ή το επάγγελμα τους. Ο πλέον συνηθισμένος, όμως, χαρακτηρισμός είναι αυτός του προσκυνητή ή χατζή, αυτού δηλαδή που έχει εκπληρώσει το άγραφο καθήκον του προσκυνήματος στους Άγιους Τόπους. Τα αφιερώματα όσων επωνύμων έχουν ταυτιστεί ξεχωρίζουν για την ποιότητα της τέχνης τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις δωρεές των ιεραρχών, οι επιγραφές των οποίων διακρίνονται για τη γλωσσική επάρκεια και το συχνά αρχαΐζον ποιητικό ύφος. Μια πληθώρα επαγγελμάτων αναφέρεται στις επιγραφές: γουναράδες, μπακάληδες, λαδάδες, λιναράδες, μπογιατζήδες, ρολογάδες, χρυσοχόοι, υφασματέμποροι, ξυλουργοί, μεταλλορύχοι. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αφιερώματα είναι συλλογικά, προερχόμενα από τις συντεχνίες των οποίων ο οικονομικός και κοινωνικός ρόλος στην οργάνωση των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε καθοριστικός. Τα συλλογικά αφιερώματα, είτε των συντεχνιών είτε της τοπικής κοινότητας ή ενορίας, γίνονται συνήθως με τη συνδρομή των επιτρόπων της εκκλησίας που αναλαμβάνουν το συντονισμό και την επιμέλεια της δωρεάς. Ο ρόλος των επιτρόπων ήταν καταρχάς εκτελεστικός και διαχειριστικός, αλλά προοδευτικά απέκτησε ρυθμιστική και πολιτική ισχύ. Η συχνή αναγραφή των ονομάτων τους στις επιγραφές, από το β' μισό του 18ου αιώνα και μετά, υπογραμμίζει τις γενικότερες αλλαγές που συντελούνται, και το σταδιακό μετασχηματισμό της δωρεάς από συμβολική και πνευματική ανταλλαγή σε κοινωνική και κοινοτική λειτουργία. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα θεσμοθετούν τις αλλαγές αυτές, αποδεσμεύουν τις κοινοτικές λειτουργίες από την προστασία της Εκκλησίας και επιτρέπουν τη διοχεύτεση των δωρεών για την ανέγερση νοσοκομείων ή σχολείων, σκοπούς, δηλαδή, με διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο που καθορίζεται από το εθνικό κέντρο της Αθήνας

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Μελέτες
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Τα περισσότερο διαβασμένα άρθρα του ίδιου συγγραφέα(s)