Ένας μεσοβυζαντινός θησαυρός αργυρών δίσκων


Δημοσιευμένα: Αυγ 10, 2018
Anna Ballian
Anastasia Drandaki
Περίληψη

Από τον Οκτώβριο του 2003 παρουσιάζεται σε έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη ένας μοναδικός θησαυρός από εννέα ασημένιους επίχρυσους δίσκους της μεσοβυζαντινής περιόδου, οι οποίοι προσφέρθηκαν για πώληση στην Ελλάδα. Οι τρεις μεγαλύτερες βυζαντινές συλλογές της χώρας, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Μπενάκη έχουν ξεκινήσει από κοινού έναν αγώνα εξεύρεσης των οικονομικών πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση του θησαυρού, προκειμένου να παραμείνει στην Ελλάδα ως σύνολο. Έως τη στιγμή που ολοκληρώθηκε το παρόν άρθρο, η προσπάθεια των τριών μουσείων βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Οι εννέα δίσκοι βρίσκονται στην κατοχή του σημερινού συλλέκτη ως κληρονομιά από τον πατέρα του, ο οποίος τα απέκτησε —αντί £15,000— το 1937 από τον Βρετανό Α. Barry, γνωστό σταφιδέμπορο εγκατεστημένο στη Σμύρνη. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία του αρχικού ιδιοκτήτη οι δίσκοι βρέθηκαν τυχαία έξω από το Τατάρ Παζαρτζίκ της σημερινής Βουλγαρίας. Ανάλυση κράματος – Σχήματα Οι αναλύσεις του κράματος, που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής του «Δημόκριτου» σε πέντε από τους δίσκους, προσδιορίζουν την κοινή σύσταση του κράματος, με ελάχιστες αποκλίσεις. Η ίδια σύσταση παρατηρείται σε αργυρά σκεύη της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής εποχής, καθώς και στα αντίστοιχα σασανιδικά και ισλαμικά σκεύη. Ως προς το σχήμα, δύο δίσκοι (αρ. 1-2) είναι υψίποδοι, ενώ οι υπόλοιποι επτά έχουν επίπεδο πυθμένα και κατακόρυφο χείλος. Δύο φέρουν στο κεντρικό μετάλλιο παραστάσεις με σκηνές κυνηγιού (αρ. 1, 3) και ένας την προσωποποίηση της θάλασσας που ιππεύει θαλάσσιο τέρας (αρ. 4). Οι υπόλοιποι κοσμούνται με ανεικονικό, φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο (αρ. 5-9). Τ α παραδείγματα με επίπεδο πυθμένα και ψηλό χείλος βρίσκουν ακριβή παράλληλα στην υστερορωμαϊκή αργυροχοΐα, σε μεσο-βυζαντινά αλλά και ισλαμικά κεραμικά σκεύη. Οι δύο δίσκοι με το δαντελωτό χείλος και το ψηλό πόδι έχουν σχήμα που θυμίζει φρουτιέρα, το οποίο συναντάται σε βυζαντινά κεραμικά παραδείγματα, αλλά και στον σχεδόν πανομοιότυπο αργυρεπίχρυσο υψίποδο δίσκο που βρέθηκε στο Μουζχί της Σιβηρίας. Εικονογραφική ανάλυση Κυνηγοί και θηράματα: η παράσταση των κυνηγών που κοσμεί το κεντρικό μετάλλιο στους δίσκους αρ. 1 και 3 συνδέεται με τις απεικονίσεις έφιππων κυνηγών που απαντούν σε σωζόμενα έργα της μεσοβυζαντινής αργυροχοΐας, όπως στις μεταξύ τους όμοιες κούπες από το Βιλγκόρτ και το Τσερνιγκόβ και στην κούπα της πρώην Συλλογής Βασιλιέβσκι, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα και φυλάσσονται στο Ερμιτάζ. Τα σκεύη αυτά μοιράζονται με τους δίσκους του θησαυρού όχι μόνο την ίδια εικονογραφία των κυνηγών αλλά και κοινή απόδοση του φυσικού περιβάλλοντος, με τη μορφή σχηματοποιημένων φυτών, τα κλαδιά των οποίων απολήγουν σε τρίφυλλα. Ωστόσο, οι πιο εντυπωσιακές ομοιότητες εντοπίζονται στην εγχάρακτη παράσταση του έφιππου άγιου Γεώργιου που κοσμεί ένα άλλο έργο μεσοβυζαντινής αργυροχοΐας, την κούπα από το Μπεριόζοβο (12ος αι.). Στον υφίποδο δίσκο αρ. 1 η παράσταση του κεντρικού μεταλλίου συμπληρώνεται από ταινία με ζώα που τρέχουν, η οποία ερμηνεύεται ως συνεπτυγμένη σκηνή κυνηγιού. Παρόμοιες παραστάσεις ζώων εντοπίζονται στα έργα της βυζαντινής αργυροχοΐας που προαναφέρθηκαν, στο κάλυμμα κούπας από το Νένετς, καθώς και στο μπρούντζινο μανουάλι που φυλάσσεται στη Μονή Σινά. Η προσωποποίηση της θάλασσας: η προσωποποίηση της θάλασσας στον δίσκο αρ. 4 ως γυναικείας ημίγυμνης μορφής είναι οικεία από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Στην αμιγώς χριστιανική εικονογραφία, προσωποποιήσεις της θάλασσας εντοπίζονται σε σκηνές της Βάπτισης, της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας και κατ' εξοχήν της Δευτέρας Παρουσίας. Μάλιστα σε εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας στο Σινά, η θάλασσα εικονίζεται ως ημίγυμνη γυναίκα, που ιππεύει θαλάσσιο δράκο, κρατώντας κουπί στο δεξί χέρι και καράβι στο αριστερό, όπως και στον δίσκο του θησαυρού. Στη μεσοβυζαντινή μεταλλοτεχνία, ένα θαυμάσιο παράλληλο προσφέρει ο δίσκος που βρέθηκε στο Μουζχί. Ανεικονικός διάκοσμος και οι σχέσεις του με την ισλαμική τέχνη: ο υφίποδος δίσκος αρ. 2 του θησαυρού έχει κεντρικό μετάλλιο που κοσμείται με ωοειδές δικτυωτό πλέγμα το οποίο περικλείεται πάνω και κάτω από καρδιόσχημα. Τα καρδιόσχημα είναι ένα εξαιρετικά κοινό μοτίβο, τόσο στη βυζαντινή, όσο και στη ισλαμική τέχνη. Δικτυωτό φυτικό πλέγμα όμοιο με αυτό του δίσκου συναντάται σε επίτιτλα βυζαντινών χειρογράφων, καθώς και στη εντοίχια διακόσμηση ναών του 12ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στη Μονή Πετριτζού της Βουλγαρίας και στον καθεδρικό ναό της Τσεφαλού στη Σικελία. Ο δίσκος αρ. 5 του θησαυρού κοσμείται με ελισσόμενους βλαστούς που φέρουν ανθέμια, τα πλησιέστερα παράλληλα των οποίων απαντούν στη βυζαντινή και την ισλαμική κεραμική. Τα ισλαμικά παραδείγματα φέρουν διακόσμηση επιχρίσματος και αποδίδονται στο ανατολικό Ιράν, στα εργαστήρια της Νισαπούρ ή της Σαμαρκάνδης του 10ου αιώνα. Τα βυζαντινά παράλληλα προέρχονται από την εγχάρακτη κεραμική του 12ου αιώνα, ιδιαίτερα από την Κόρινθο και το ναυάγιο της Αλοννήσου, όπου συχνά τα φυλλώματα αναδεικνύονται στο φολιδωτό βάθος που μιμείται το στικτό βάθος της αργυροχοΐας. Οι τέσσερις όμοιοι δίσκοι του θησαυρού (αρ. 6-9) με το γεωμετρικό αστερόσχημο πλέγμα στο κέντρο και τις ακτινωτές γιρλάντες σχετίζονται με μια σειρά δίσκων από κράμα χαλκού από το ανατολικό Ιράν (12ος και αρχές 13ου αιώνα), ανάμεσα στα τυπικά διακοσμητικά θέματα των οποίων είναι τα εξακόρυφα τιλένματα ή άστρα. Οι δωδεκάκτινες γιρλάντες στους τέσσερις δίσκους του θησαυρού βρίσκουν πλησιέστερο παράλληλο σε μια ισλαμική ορειχάλκινη κούπα 13ου αιώνα από τη βόρεια Συρία ή Μεσοποταμία με διάκοσμο από ένθετο ασήμι. Αντίθετα, από το βυζαντινό διακοσμητικό ρεπερτόριο προέρχονται οι βλαστοί σε σχήμα S που παρόμοιους τους συναντάμε σε ένα κωνσταντινουπολίτικο κιβώτιο θυμιάματος του 12ου αιώνα, που φυλάσσεται στο θησαυρό του Άγιου Μάρκου στη Βενετία. Η ενσωμάτωση ισλαμικών διακοσμητικών μοτίβων που προέρχονται από τη μεταλλοτεχνία παρατηρείται και σε μια κατηγορία βυζαντινών εγχάρακτων κεραμικών του 12ου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι έργα ισλαμικής μεταλλοτεχνίας κυκλοφορούσαν στο ελλαδικό βυζαντινό χώρο, και όχι μόνο στις παραμεθόριες ή σταυροφορικές περιοχές. Στην Κόρινθο άλλωστε βρέθηκαν και πολυάριθμα θραύσματα ισλαμικών κεραμικών που δείχνουν εμπορικές ανταλλαγές με την Αίγυπτο και τη Συρία. Ο θησαυρός του Ιζγκιρλί Ο θησαυρός των εννέα δίσκων που παρουσιάζεται εδώ έχει άμεση σχέση με τρεις ασημένιους δίσκους που φυλάσσονται στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, και είναι γνωστοί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ο θησαυρός του Ιζγκιρλί ή του Τατάρ Παζαρτζίκ από τον τόπο εύρεσης τους, το 1903. Οι τρεις δίσκοι του Ιζγκιρλί είναι, με μικρές διαφοροποιήσεις, πανομοιότυποι με τους εννέα που μας απασχολούν, και αναμφίβολα οι δύο θησαυροί προέρχονται από ένα κοινό πλαίσιο παραγωγής. Οι διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στη σύγκριση των ταινιών με τα ζώα που τρέχουν. Στον δίσκο του Ιζγκιρλί τα ζώα απεικονίζονται επάνω σε ελιοσόμενο βλαστό και όχι παρατεταγμένα ή συμπλεκόμενα με αυτούς, όπως συχνά απαντούν στη μεσοβυζαντννή ή τη σταυροφορική τέχνη του 12ου αιώνα. Παρόμοια χρήση ελισσόμενων βλαστών ως βάθος των ζώων που τρέχουν συναντάμε συχνά στα ισλαμικά έργα μεταλλοτεχνίας του 11ου-12ου αιώνα. Ωστόσο, μια λεπτομέρεια στην εξωτερική ταινία ξενίζει για ισλαμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα αποτελούσε σημαντική παραφωνία. Πρόκειται για τη γυμνή ανθρώπινη μορφή που απεικονίζεται σαν να κολυμπά ανάμεσα στους βλαστούς. Η παράσταση γυμνών ανθρώπων αποτελεί οικείο θέμα, τόσο στη σταυροφορική τέχνη —όπως στο υπέρθυρο του Πανάγιου Τάφου-, όσο και στην κοσμική εικονογραφία του Βυζαντίου, ενώ δεν είναι άγνωστη στη βυζαντινή θρησκευτική εικονογραφία. Ο Θησαυρός του Ιζγκιρλί έχει απασχολήσει και διχάσει τους μελετητές, από τους οποίους άλλοι τον αποδίδουν σε βυζαντινό και άλλοι οε ισλαμικό περιβάλλον. Η πρώτη, ωστόσο, παρουσίαση του θησαυρού έγινε λίγο μετά την ανακάλυψη του, το 1903, από τον Γάλλο πρόξενο στη Φιλιππούπολη Μ. Degrand, ο οποίος στην έκθεση του αναφέρει ότι οι δίσκοι ήταν αρχικά 10 και ότι βρέθηκαν μαζί με χρυσά νομίσματα των τριών Κομνηνών -Αλεξίου Α', Ιωάννη Β' και Μανουήλ Α'—, καθώς και έναν σταυρό και άλλα πολυτελή αντικείμενα, που δεν κατόρθωσε να διασώσει από το λιώσιμο. Η μαρτυρία της περιοχής της Φιλιππούπολης ως τόπου εύρεσης συμπίπτει με την πληροφορία που έχουμε για τον νέο θησαυρό. Τον 12ο αιώνα, η Φιλιππούπολη είναι μια πόλη-κλειδί του Βυζαντίου, από την οποία παρελαύνουν σημαίνοντα πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής της αυτοκρατορίας, όπως ο Μιχαήλ Ιταλικός και ο Νικήτας Χωνιάτης. Ο δέκατος τρίτος δίσκος: η ταυτότητα του ιδιοκτήτη Στην ίδια ιδιωτική συλλογή από την οποία προέρχονται και οι εννέα δίσκοι που εξετάζουμε, ανήκει ένας ακόμη. Προέρχεται από το ίδιο αρχικό σύνολο, αλλά δεν διατίθεται προς πώληση. Είναι ακόσμητος αλλά φέρει κυκλική ταινία με την εγχάρακτη, μεγαλογράμματη ελληνική επιγραφή: +Κ(ΥΡΙ)Ε ΒΟΗΘΕΙ KONCTANTINQ ΠΡΟΕΔΡΩ ΤΩ ΑΛΑΝΩ. Το πρόσωπο που αναφέρεται στην επιγραφή είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ιδιοκτήτης του συνόλου των δίσκων. Τα παλαιογραφικά δεδομένα απαντούν σε επιγραφές από το β' μισό του 11ου και τον 12ου αιώνα. Από τα μέσα του 11 ου αιώνα το αζίωμα του προέδρου απονέμεται με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνά μάλιστα σε μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, ενώ βεβαιωμένες αναφορές στον τίτλο δεν απαντούν μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Η παρουσία των Αλανών (Γεωργιανών) στο έδαφος του Βυζαντίου είναι τεκμηριωμένη σε όλο τον 12ο αιώνα —κυρίως ως μισθοφορικά στρατεύματα. Στην περιοχή της Φιλιππούπολης, εκτός από τη βεβαιωμένη παρουσία Γεωργιανών στη Μονή Πετριτζού, διαθέτουμε και μία σημαντική μαρτυρία του Χωνιάτη. Αναφερόμενος στην πολιορκία της Φιλιππούπολης το 1189 από τον Μπαρμπαρόσα κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφορίας, αφηγείται ότι σε μάχη που έγινε στο κάστρο του Προυσηνού, έξω από την πόλη, οι Αλανοί πολέμησαν ηρωικά υπό τη διοίκηση του Θεόδωρου Βρανά. Ο θησαυρός στο ιστορικό περιβάλλον του Από τις συγκρίσεις που έγιναν, διαγράφονται καθαρά οι πολλαπλές συνάφειες των δίσκων με βυζαντινά και ισλαμικά έργα, αλλά και οι παραλληλίες τους με ορισμένες δημιουργίες της σταυροφορικής Ανατολής. Η πρόσληψη και οικειοποίηση ισλαμικών θεμάτων από τη βυζαντινή τέχνη είναι ένα φαινόμενο γνωστό, που όμως τον 12ο αιώνα προσλαμβάνει διαφορετικό χαρακτήρα και αποτελεί μέρος της ευρύτερης ανάπτυξης των ανταλλαγών ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους μουσουλμάνους, τις ιταλικές ναυτικές πόλεις και τους Σταυροφόρους. Τα ισλαμικά θέματα γίνονται μέρος ενός ευρύτερου λεξιλογίου της βυζαντινής τέχνης, που χρησιμοποιείται εναλλακτικά και παράλληλα με θέματα καθαρά χριστιανικά ή βυζαντινά. Άλλωστε την περίοδο αυτή, οι σχέσεις του βυζαντινού και του ισλαμικού κόσμου δεν καθορίζονται μόνο από διπλωματικές αποστολές και μεθοριακά επεισόδια, αλλά και από τη συνεχή επαφή και τη συγκατοίκηση τους στη Μικρά Ασία. Στο κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου αναμφίβολα λειτούργησε ως καταλύτης η ορμητική είσοδος των χριστιανών της Δύσης, των ναυτικών εμπορικών δυνάμεων της Ιταλίας και των Σταυροφόρων μαχητών της πίστης. Στο Βυζάντιο, η όσμωση πολιτιστικών στοιχείων με διαφορετικές καταβολές προερχόταν και ενισχυόταν από την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική που ακολούθησαν οι Κομνηνοί —οι πηγές και η ιστοριογραφία φω τίζουν καλύτερα τη λαμπερή πορεία του Μανουήλ Α' (1143-1180). Η διοργάνωση ιπποτικών αγώνων, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, από τον αυτοκράτορα, μαζί με την ανέγερση ισλαμικών κτισμάτων στην Κωνσταντινούπολη και τη φιλοξενία Σελτζούκων και Φράγκων ηγεμόνων, συνιστούν τεκμήρια του νέου πνεύματος. Η επίσημη αυτοκρατορική ιδεολογία και οι κοσμικές ενασχολήσεις της αυτοκρατορικής αυλής αντανακλώνται στα κείμενα της εποχής. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση μιας παράστασης κονταρομαχίας δυτικού τύπου με κεντρικό πρόσωπο το Βυζαντινό αυτοκράτορα, καθώς και η πληροφορία για την ανορθόδοξη απεικόνιση των κατορθωμάτων του Σελτζούκου σουλτάνου στους τοίχους της κατοικίας ενός Βυζαντινού αξιωματούχου. Η επιτομή των λογοτεχνικών κειμένων που συμπυκνώνει το ηρωικό, αριστοκρατικό πνεύμα της εποχής είναι αναμφίβολα το έπος του Διγενή Ακρίτα. Οι περιγραφές των συμποσίων και των κυνηγιών, τα ηρωικά κατορθώματα και οι ρομαντικές σκηνές του Διγενή με τη γυναίκα του Ευδοκία, αποτελούν τα λογοτεχνικά παράλληλα της εικονογραφίας στις ασημένιες κούπες που φυλάσσονται σήμερα στο Ερμιτάζ. Τα αργυρά σκεύη που παρουσιάστηκαν, με τη θεματική ποικιλία και τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της διακόσμησης τους, σε συνδυασμό με τα επιγραφικά στοιχεία και τα δεδομένα της εύρεσης του Θησαυρού του Ιζγκιρλί οδηγούν στην απόδοση τους στο Βυζάντιο του 12ου αιώνα. Οι ποιοτικές ανισότητες που διαπιστώθηκαν στην εκτέλεση τους υποδεικνύουν ότι πιθανότατα διαφορετικά χέρια ή εργαστήρια ήταν υπεύθυνα για την κατασκευή τους. Ούτως η άλλως, η σύγχρονη λογική του ομοειδούς σετ, του σερβίτσιου πιάτων με την τρέχουσα έννοια του όρου, δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι χαρακτήριζε την αισθητική και τις ανάγκες της εποχής

Λεπτομέρειες άρθρου
  • Ενότητα
  • Μελέτες
Λήψεις
Τα δεδομένα λήψης δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.
Τα περισσότερο διαβασμένα άρθρα του ίδιου συγγραφέα(s)